Αρθρογραφία

Ο κορονοϊός ως Γ’ Παγκόσμιος Πόλεμος και η επικείμενη νέα «συμφωνία» ειρήνης

Σχεδόν όλοι οι ηγέτες των δυτικών κρατών, μιλώντας σε δραματικούς τόνους σχετικά με την τεράστια εξάπλωση και τη φονική ιδιότητα του κορονοϊού, υπογράμμισαν πως βρισκόμαστε σε πόλεμο μ’ έναν αόρατο εχθρό. Όμως, στα αλήθεια, πόσο αόρατος είναι αυτός ο εχθρός;

Αν εκλάβουμε κυριολεκτικά τη λέξη πόλεμος, συνδυαστικά και με την παγκόσμια εξάπλωση του ιού, θα μπορούσαμε να υποστηρίξουμε πως μιλάμε για τον Γ’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Όπως και οι δύο προηγούμενοι πόλεμοι τέτοιας κλίμακας, έτσι και αυτός είναι «παιδί» του καπιταλισμού, είναι μια ραγδαία καπιταλιστική αναδιάρθρωση, η οποία αποτελεί το λογικό επακόλουθο μιας σοβαρής οικονομικής κρίσης. Κάθε κρίση τείνει να οξύνει τις αντιθέσεις και να διαταράσσει τους εύθραυστους συμμαχικούς συνασπισμούς εντός της κυρίαρχης τάξης, δημιουργώντας ισχυρούς κραδασμούς και αντιπαραθέσεις, που κάποιες φορές οδηγούν στην ανάγκη βίαιου επανακαθορισμού τους.

«Είναι αδύνατο να καταλάβει κανείς το δοσμένο πόλεμο, αν δεν καταλάβει την εποχή» έγραφε ο Λένιν, δύο χρόνια μετά το ξέσπασμα του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, για μια εποχή, η οποία χαρακτηριζόταν απ’ το πέρασμα του καπιταλισμού στο μονοπωλιακό του στάδιο. Σε αντίστιξη, λοιπόν, με την παραπάνω ρήση του μπολσεβίκου επαναστάτη, θα πρέπει, σήμερα να κατανοήσουμε τη δική μας εποχή και να αντιληφθούμε τη διαδικασία περάσματος του καπιταλισμού σε μια νέα φάση, αυτήν της πλήρους ψηφιοποίησης, αν ο όρος είναι δόκιμος, ή της μεταβιομηχανικής.

Φυσικά, αυτός ο πόλεμος, δεν έχει τη φυσιογνωμία των δύο προηγούμενων, αφού ο φόβος μιας πυρηνικής σύρραξης λειτουργεί αποτρεπτικά στο ξέσπασμα ενός πολέμου, με τους όρους και τις μορφές που τον έχουμε γνωρίσει μέχρι σήμερα. Όμως, πότε άλλοτε, οι χώρες έκλειναν τα σύνορά τους, οι άνθρωποι έμεναν κλεισμένοι στο σπίτι τους και στήνονταν στην ουρά για να προμηθευτούν είδη πρώτης ανάγκης, παρέλυε το μεγαλύτερο μέρος της παραγωγικής διαδικασίας, τα νοσοκομεία ήταν ασφυκτικά γεμάτα και καθημερινά καταμετρούνταν εκατοντάδες απώλειες ανθρώπινης ζωής;

Διαβλέπουμε, λοιπόν, πως στη σημερινή συγκυρία ενυπάρχουν αρκετά χαρακτηριστικά ενός πραγματικού πολέμου, όμως ιδιαιτέρως κρίσιμη είναι μια ιδιαιτερότητα. Κατά τη διάρκεια των δύο προηγούμενων πολέμων, υπήρξε ένας τεράστιος φόρος αίματος των πιο παραγωγικών τμημάτων του εργατικού δυναμικού, ενώ σήμερα παρατηρείται μια γενοκτονία της «μη παραγωγικής» τρίτης ηλικίας, η οποία, άλλωστε, δεν είναι κρυφό πως για τους θιασώτες του νεοφιλελευθερισμού, αποτελεί περιττό βάρος που «πνίγει» την οικονομία και την ανάπτυξη. Το λογικό συμπέρασμα μιας τέτοιας παρατήρησης είναι πως οι παράπλευρες απώλειες αυτού του πολέμου, σ’ αντίθεση με τους προηγούμενους, εξυπηρετούν στο έπακρον τις ανάγκες της κυρίαρχης τάξης, υπό την έννοια ότι δεν πλήττουν το πολύτιμο για την ίδια παραγωγικό εργατικό δυναμικό, αλλά αντίθετα «ελαφραίνουν» την οικονομία απ’ τον βραχνά της «μη παραγωγικής» τρίτης ηλικίας.

Ας εστιάσουμε τώρα, στο τοπίο της νέας «συμφωνίας» ειρήνης, που θα διαμορφωθεί μετά την εξεύρεση του εμβολίου, το οποίο θα δώσει τέλος στην πανδημία και άρα στον διεξαγόμενο πόλεμο, όταν η καπιταλιστική αναδιάρθρωση αποκτήσει τη νέα της μορφή. Πρόκειται αδιαμφισβήτητα για ένα πλήρως μεταβεβλημένο τοπίο εργασιακών σχέσεων, που θα βρει ένα σημαντικό τμήμα του εργατικού δυναμικού να έχει προσαρμοστεί -αδιαμαρτύρητα- σε συνθήκες εργασίας απ’ το σπίτι, την ώρα που εκατοντάδες χιλιάδες θα έχουν διαβεί το κατώφλι της ανεργίας. Τι σημαίνει όμως η περίφημη τηλεργασία, η οποία αναμένεται να γίνει ο κανόνας των εργασιακών σχέσεων στο άμεσο μέλλον; Σημαίνει την πλήρη εργασιακή απομόνωση του ατόμου, η οποία έχει ως στόχο, όχι απλώς, την υπέρ-εντατικοποίηση της εργασίας, τη διεύρυνση των ευέλικτων και ελαστικών σχέσεων εργασίας και τις μειώσεις μισθών μέσω του τερματισμού των συλλογικών συμβάσεων, αλλά κυριότερα τον εμβολισμό των εργατικών σωματείων και οργανώσεων, δηλαδή των εργατικών διεκδικήσεων και της εργατικής αλληλεγγύης.

Μ’ άλλα λόγια, συντελείται μια πλήρης διαίρεση της εργατικής τάξης σε μεμονωμένα και απομονωμένα εργατικά εξαρτήματα, με ξεκάθαρο στόχο να διασπαστεί ολοκληρωτικά, η, ήδη, σημαντικά πληγωμένη συνοχή της. Πρόκειται για την πλήρη αποξένωση του εργάτη, ο οποίος υπόκειται πλέον σε μια απρόσωπη καπιταλιστική εξουσία, την ίδια στιγμή που η ενσωμάτωσή του γίνεται πιο προσιτή από ποτέ, εξαιτίας της τεράστιας δυναμικής των κοινωνικών δικτύων. Παράλληλα, εγείρονται σημαντικά ζητήματα γύρω απ’ τη δυνατότητα συνεχούς παρακολούθησης των εργαζομένων, οι οποίοι θα απασχολούνται μέσω τηλεργασίας, ζητήματα που θίγουν συθέμελα τον πυρήνα των ατομικών ελευθεριών, δικαιωμάτων και προσωπικών δεδομένων. Ακόμα, όπως, είναι ευκόλως αντιληπτό, η τηλεργασία σημαίνει μια τεράστια μείωση των εργοδοτικών δαπανών, με την μετακύλισή τους απ’ τα κοστοβόρα γραφεία στα σπίτια και άρα στις τσέπες των εργαζομένων.

Σ’ ένα δεύτερο ευρύτερο πλαίσιο, οι πολίτες θα αναγκαστούν να προσαρμοστούν, και μάλιστα αυτοβούλως υπό τον φόβο του ιού, στη νέα ψηφιοποιημένη εποχή. Θα εκπαιδευτούν να μην εξυπηρετούνται από κάποιον υπάλληλο, αλλά από αυτοματοποιημένα συστήματα, θα εκπαιδευτούν να προτιμούν τις ανέπαφες συναλλαγές πληρωμής και όχι τα χαρτονομίσματα, θα εκπαιδευτούν να ζητούν έγκριση για την μετακίνησή τους, στη λογική μιας όλο και εντονότερης επιτήρησης της ιδιωτικής ζωής, όπως έχει ήδη διαμορφωθεί, μετά και την ευρεία χρήση των έξυπνων κινητών και των πλοηγών τους. Μα πάνω απ’ όλα θα έχουν επιλέξει να θυσιάσουν μέρος της ιδιωτικότητάς τους στον βωμό της υγείας τους, γεγονός το οποίο αναμένεται να θεσμοθετηθεί και να λάβει τη μορφή κανονικότητας, με ακόμα πιο εξελιγμένες μορφές ελέγχου και επιτήρησης, με το πρόσχημα της επανάληψης μιας επιδημίας.

Όπως έχουν τολμήσει να περιγράψουν την νέα εποχή οι Hardt και Negri -παρά τις αδυναμίες και τις αντιφάσεις του έργου τους-, η μετάβαση στη βιοπολιτική παραγωγή αίρει τη διάκριση ανάμεσα στην οικονομική εκμετάλλευση και την πολιτική κυριαρχία, καθότι δεν παράγονται πλέον μόνο αγαθά αλλά και πληροφορίες, επικοινωνία, συνεργασία, κοινωνικές σχέσεις και μορφές. Μ’ αυτόν τον τρόπο, η πολιτική σχέση της κυριαρχίας αρχίζει να προσομοιάζει στη σχέση ανάμεσα σε κεφάλαιο και εργασία. Αυτό έχει με τη σειρά του, ως αποτέλεσμα, η εξουσία να μην εξαρτάται απ’ την υποταγή ή τη συναίνεση των υπηκόων της, αλλά και απ’ την παραγωγικότητά τους, καθώς εξαρτάται, όλο και περισσότερο, απ’ τα παραγωγικά και καταναλωτικά δίκτυα. Επιπρόσθετα, η νέα εξουσία έχει και μια άλλη κρίσιμη πρωτοτυπία: μια «απεριόριστη φύση», αφού, σ’ αντίθεση με τις προηγούμενες μορφές κυριαρχίας, επεκτείνεται και αφορά το σύνολο του παγκόσμιου πληθυσμού, το οποίο συμμετέχει στα παραγωγικά και καταναλωτικά δίκτυα που τη συγκροτούν, και κινείται στην κατεύθυνση διαμόρφωσης μιας πραγματικά παγκόσμιας κοινωνίας. Μοιάζει, λοιπόν, σήμερα, να βρισκόμαστε στα πρώτα άγουρα βήματα αυτής της μετάβασης, και στον απόηχο της σημερινής υγειονομικής κρίσης, επανέρχονται έντονα οι φωνές που συνηγορούν υπέρ μιας παγκόσμιας διακυβέρνησης, υπέρ ενός παγκόσμιου κοινού νομίσματος κτλ.

Εύλογα θα αναρωτηθεί κανείς, αν υπάρχει κάποια θετική εξέλιξη απ’ όλο αυτό. Η απάντηση είναι πως, κατά τη διάρκεια αυτού του ιδιόμορφου πολέμου, το ενεργειακό μας αποτύπωμα έχει μειωθεί δραστικά, βοηθώντας τη φύση να επουλώσει, έστω πρόσκαιρα, μέρος των πληγών, τις οποίες έχει χαράξει πάνω της ο αδηφάγος καπιταλιστικός ανταγωνισμός. Τα ευεργετικά οφέλη αυτού, δεν θα αργήσουν να γίνουν ορατά, όμως, καθίσταται σαφές πως αυτή η εξέλιξη, θα αποτελέσει απλώς ένα μικρό διάλειμμα, αφού είναι δεδομένη η δυναμική επανέναρξη της πρότερης κατάστασης μετά τη νέα καπιταλιστική σταθεροποίηση.

Τέλος, χρήσιμο είναι να επισημάνουμε και τη στάση της Ευρωπαϊκής Ένωσης σ’ αυτόν τον πόλεμο, αφού η άρνηση βοήθειας των ευρωπαϊκών χωρών προς την πληγείσα Ιταλία, κατέδειξε για πολλοστή φορά το ψευδεπίγραφο του αφηγήματος της ευρωπαϊκής αλληλεγγύης και της Ευρώπης των λαών. Πόσο δε μάλλον, όταν συγκριθεί με τη συγκινητική αυτοθυσία γιατρών απ’ τη «φτωχή» Κούβα, οι οποίοι έχουν ριχτεί ανιδιοτελώς στη μάχη της αλληλεγγύης και της διατήρησης της ανθρώπινης ζωής. Γιατί η λύση δεν είναι και δεν θα μπορούσε ποτέ να είναι η εθνική απομόνωση, αλλά η παγκόσμια αλληλεγγύη και συνεργασία. Μάλιστα, η επόμενη μέρα, μοιάζει ικανή να συνταράξει οριστικά το κοινό ευρωπαϊκό οικοδόμημα, το οποίο ούτως ή άλλως μοιάζει από καιρό να έχει ολοκληρώσει τον ιστορικό του ρόλο και να περιμένει στωικά τη χαριστική βολή.

*Άρθρο μου στην ιστοσελίδα «Law & Order»

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *