Το Λάπι με μια ματιά
Το Ριζοχώρι Μεσσηνίας, αναφερόμενο επίσημα ως Ριζοχώριον και παλαιότερα ως Λάπι, αλλά και ως Λάπη, είναι οικισμός κοντά στο Κοπανάκι, ο οποίος υπάγεται διοικητικά στον Δήμο Τριφυλίας, του Νομού Μεσσηνίας.
Βρίσκεται περίπου 21,5 χιλ. βορειοανατολικά της Κυπαρισσίας και περίπου 13 χιλ. βόρεια από τον Αετό. Έχει υψόμετρο 236 μέτρα και απέχει 15 περίπου χιλ. από τις ακτές του Ιονίου Πελάγους. Το Λάπι στέκεται περίπου 3,5 χιλ. βόρεια από το Κοπανάκι, του οποίου αποτέλεσε τον κυριότερο πληθυσμιακό αιμοδότη.
Το χωριό έχει μακρόχρονη ιστορία, άρρηκτα συνδεδεμένη με την ιστορία των Σουλιμοχωρίων και της ευρύτερης περιοχής της ορεινής Τριφυλίας. Το Λάπι κατοικήθηκε περί τα τέλη του 14ου αιώνα κυρίως από Αρβανίτες, όμως η ύπαρξη του Αγίου Νικολάου, βυζαντινού ναού, χρονολογούμενου περί τον 11ο αιώνα, μας επιτρέπει, με ασφά-λεια, να συμπεράνουμε την ύπαρξη παλαιότερης κατοίκησης.
Η νεότερη ιστορία του χωριού εκτιμάται πως ξεκινάει με την έλευση μιας φάρας, των περίφημων Λιάπηδων, με καταγωγή από το νότο της σημερινής Αλβανίας, μια ιδιαίτερη αρβανιτόφωνη φυλή, κατά την παράδοση γνήσιοι απόγονοι των αρχαίων Ιλλυρίων.
Οι Λιάπηδες, όπως και όλοι οι υπόλοιποι αρβανιτόφωνοι έφθα-σαν στην περιοχή κατά ομάδες, σε διαφορετικές χρονικές περιόδους και από διαφορετικά περάσματα.
Επρόκειτο κυρίως για έναν ανομοιογενή γεωργοκτηνοτροφικό πληθυσμό, που επέλεγε να εγκατασταθεί σε μικρούς διάσπαρτους οικισμούς σε αντίθεση με τους γηγενείς πληθυσμούς, οι οποίοι προ-τιμούσαν τις οχυρωμένες κωμοπόλεις ή τα μεγάλα χωριά. Η επιλογή του κατάλληλου τόπου από τους αρχηγούς των νεοφερμένων οικο-γενειών καθορίζεται συνήθως με το μάτι του κτηνοτρόφου που αναζητά τα καλύτερα βοσκοτόπια για τα κοπάδια του και τις ασφαλέστερες συνθήκες για το νοικοκυριό του (Παναγιωτόπουλος, 1985, σ. 85-100). Στην περίπτωση των αρβανιτοχωριών της Τριφυλίας ο κανόνας αυτός έχει απόλυτη ισχύ.
Το Λάπι εικάζεται πως αρχικά ήταν χτισμένο στην πλαγιά του βουνού, σε προνομιακή αμυντική θέση και με απεριόριστη θέα, στην τοποθεσία Κουρώρα ή Κρώρα, λίγο βορειότερα από το παλιό χωριό Πάνω Λάπι και λίγο πιο κάτω από το πηγάδι του Ρούση, κοντά στην περιοχή Γρηγόραινα.
Το Πάνω Λάπι δεσπόζει στην πλαγιά του βουνού και σήμερα είναι ερειπωμένο, αφού μόνο η εκκλησία έχει αντέξει στο πέρασμα του χρόνου και συνεχίζει να στέκεται αγέρωχος φρουρός ανάμεσα στα χαλάσματα. Η θέση του παλιού χωριού είναι εξόχως προνομιακή, αληθινό μπαλκόνι με απεριόριστη φυσική θέα, ενώ παράλληλα μνη-μονεύεται από τους κατοίκους για το εξαιρετικό κλίμα του, αφού δεν το πιάνει υγρασία και κρύο, καθώς ο ήλιος το λούζει καθ’ όλη τη διάρκεια της μέρας.
Σε όλη την περίοδο της Τουρκοκρατίας το χωριό, όπως και τα υπόλοιπα Σουλιμοχώρια, επέτυχε μιαν ιδιότυπη ελευθερία. Παρά τη σχετική αυτονομία, οι κάτοικοι ήταν παρόντες σε κάθε περίπτωση που η εθνική επιταγή το επέβαλε. Το Λάπι έμελλε, μάλιστα, να ανέβει στο πάνθεον της ιστορίας στις 22 Απριλίου του 1827, όταν οι κάτοι-κοι εναντιώθηκαν με γενναιότητα στις ορδές του Ιμπραήμ, υπερασπι-ζόμενοι κάθε σπιθαμή της πατρικής γης, όπως θα αναφερθούμε εκτενέστερα παρακάτω στο αντίστοιχο κεφάλαιο.
*Από του Λάπι έρχομαι (Εκδόσεις Καμπύλη, 2021)