Αποσπάσματα

«Συγγνώμη μαμά, συγγνώμη μαμά»

Όσο περίεργο και αν ακούγεται, δεν είχε ιδέα που ήταν θαμμένη η μητέρα της. Όχι μόνο δεν είχε πάει στην κηδεία της, αλλά δεν είχε πάει ποτέ να την επισκεφτεί. Σίγουρα ακούγεται σκληρό, ίσως και απάνθρωπο, όμως η Αφροδίτη είχε επιλέξει να σβήσει απ’ τη μνήμη της οτιδήποτε σχετικά με τους γονείς της. Λειτουργούσε λες και φύτρωσε σ’ αυτόν τον κόσμο.

Η οικογένεια είναι ένα δέντρο, είναι οι ρίζες που βγάζουν κλαδιά και τα κλαδιά που ποτίζουν τις ρίζες. Είτε το θέλουμε είτε όχι η οικογένεια υπάρχει πάντα μέσα μας και το πνεύμα της κυριαρχεί και επηρεάζει αποφασιστικά κάθε μας κίνηση και συμπεριφορά καθ’ όλη τη διάρκεια της ζωής μας. Οι μελλοντικές μας συνειδήσεις είναι κατ’ ένα μεγάλο ποσοστό μια αναπαραγωγή, ένας καθρεπτισμός ή μια μετεξέλιξη των προσωπικών μας βιωμάτων, τα οποία προέρχονται απ’ την οικογένεια μας. Η οικογένεια αποτελεί το παντοτινό σύστημα αναφοράς, στο οποίο πάντα θα επιστρέφουμε. Με τον ίδιο τρόπο και εμείς με τη σειρά μας θα μεταβιβάσουμε τα δικά μας βιώματα στα δικά μας κλαριά.

Πρέπει να περιπλανήθηκε για σχεδόν μια ώρα ανάμεσα στα μνήματα, μέχρι να εντοπίσει αυτό της μάνας της, το οποίο ήταν πλήρως εγκαταλελειμμένο, αφού μετά τη φυγή της Φρύνης, φαίνεται πως δεν το είχε επισκεφθεί κανείς. Πλησίασε αργά, ενώ το βλέμμα της ήταν καρφωμένο πάνω στη φωτογραφία της. Ένιωθε λες και την κοιτούσε, λες και την καρτερούσε καιρό. Το βλέμμα της μάνας τής τρύπαγε την καρδιά της, η οποία χτυπούσε σαν τρελή. Είχε ανατριχιάσει ολόκληρη, ένιωθε ένα βάρος, ένα δέος και έναν καταιγισμό τύψεων να την κυκλώνει.

Απόθεσε τα δροσερά λουλούδια πάνω στο μαυρισμένο μνήμα, πριν κοντοσταθεί και κάνει τον σταυρό της. Μηχανικά κοίταξε προς τον ουρανό, λες και έψαχνε να την αναγνωρίσει ανάμεσα στα λιγοστά σύννεφα που έτρεχαν κεφάτα και έκρυβαν τον βαριεστημένο ήλιο, ο οποίος ετοιμαζόταν να πάει για ύπνο.

Έβγαλε απ’ την τσέπη της έναν αναπτήρα, έριξε λίγο λάδι στο καντήλι και το άναψε, την ώρα που η καμπάνα της εκκλησίας χτυπούσε και ένα απαλό αεράκι ανακάτευε τα φύλλα των δέντρων.

Έκατσε στην άκρη πάνω στο μνήμα και κοιτούσε τη μικρή φλόγα να τρεμοπαίζει. Άναψε ένα τσιγάρο και ρούφηξε δυνατά δύο-τρεις ρουφηξιές, ενώ το χέρι της έτρεμε. Αμέσως σκέφτηκε πως πλέον ήταν έγκυος και πέταξε ενστικτωδώς το τσιγάρο στο δάπεδο, πατώντας το με το πόδι να σβήσει. Δε συνήθιζε να καπνίζει, μόνο όταν ήταν πολύ ταραγμένη ή στεναχωρημένη, όμως τώρα δε θα το έβαζε ξανά στο στόμα της.

-«Συγγνώμη μαμά, συγγνώμη μαμά» μονολόγησε και ξέσπασε σε κλάματα.

Ήθελε να χτυπηθεί, να ξεσπάσει, να βγάλει από μέσα της όλη αυτήν την πίεση χρόνων. Αν μπορούσε θα ξάπλωνε πάνω στο μνήμα, προσπαθώντας να πάρει αγκαλιά τη μάνα της, μια τελευταία αγκαλιά που δεν της έκανε ποτέ.

*Απόσπασμα απ’ το «Όταν γνώρισα τα μάτια σου» (24γράμματα, 2020)

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *