Για μια αγκαλιά
Απ’ εκεί και πέρα μπαίνουμε στα χωράφια της συγχώρεσης, τα οποία είναι πολύ πιο άνυδρα. Γιατί αν το να κάνεις ένα λάθος είναι απόλυτα φυσιολογικό και ανθρώπινο, το να συγχωρείς είναι σχεδόν θεϊκό, ξεπερνά συνήθως τα ανθρώπινα όρια. Συνήθως η συγχώρεση είναι προσόν των πιο δυνατών χαρακτήρων. Οι αδύναμοι ποτέ δε βρίσκουν τρόπο να συγχωρούν, γιατί το να συγχωρείς σημαίνει να ξεχνάς, παρόλο που θυμάσαι το λάθος που σε πλήγωσε.
Συγχώρεση είναι να ξεκλειδώνεις την πόρτα και να απελευθερώνεις κάποιον, μέχρι που αντιλαμβάνεσαι πως ο φυλακισμένος ήσουν εσύ ο ίδιος. Διαμέσου της συγχώρεσης, δε μπορείς, φυσικά, να αλλάξεις το παρελθόν, σίγουρα όμως μπορείς ν’ αλλάξεις το μέλλον.
Δεν αλλάζουν οι άνθρωποι, γι’ αυτό και είναι υπέροχο όταν αλλάζουν, όταν καταφέρνουν να μεταβάλουν τον χαρακτήρα τους για να κουμπώσουν πάνω σε μια άλλη ψυχή, όταν υπερβαίνουν τον ίδιο τους τον εαυτό. Κι όλα αυτά γιατί; Για χάρη μιας αγκαλιάς, γιατί αν βρεις μια αγκαλιά στο νούμερο σου, μια αγκαλιά στα μέτρα σου, που να αγγίζει ιδανικά κάθε πόντο του κορμιού σου, δε θες να την αποχωριστείς ποτέ, γιατί δε ξέρεις αν θα βρεις ξανά αγκαλιά να σε χωράει τόσο απόλυτα, τόσο ολοκληρωτικά.
Και προτιμάς να την πλένεις ξανά και ξανά και να την φοράς, έστω και φθαρμένη, έστω και ξεβαμμένη, αντί να αγοράσεις μια καινούργια. Γιατί πολύ απλά είναι η δικιά σου μοναδική αγκαλιά, η πιο ακριβοθώρητη, και έχει γίνει ένα με το δικό σου σώμα, όπως ο δηλητηριασμένος χιτώνας που κόλλησε πάνω στο δέρμα του Ηρακλή και δε μπορούσε να τον βγάλει, παρά μόνο βγάζοντας την ίδια του τη σάρκα. Και πώς μπορείς να γλιτώσεις, πώς μπορείς να λυτρωθείς; Μόνο καίγοντας τον ίδιο σου τον εαυτό.
*Απόσπασμα απ’ το «Όταν γνώρισα τα μάτια σου» (24γράμματα, 2020)