Ιστορικά

Τα Σουλιμοχώρια

Η νεότερη ιστορία του Λαπίου συνδέεται άρρηκτα με την ιστορία των Αρβανιτών, οι οποίοι ήρθαν και εγκαταστάθηκαν “συν γυναιξί και τέκνοις και κτήνεσι” στην ευρύτερη περιοχή της ορεινής Τριφυλίας.

Περί τα 1380, πληθυσμοί της Βορείου Ηπείρου κατέβηκαν νοτιότερα και έφθασαν μέχρι την Πελοπόννησο όπου και εγκαταστάθηκαν. Ήταν Έλληνες Αρβανίτες, Χριστιανοί Ορθόδοξοι με ελληνική εθνική συνείδηση, η καταγωγή των οποίων συνδεόταν με τους πανάρχαιους Ιλλυριούς Έλληνες της Ηπείρου.

Για την ελληνικότητα αυτών των αρβανιτόφωνων πληθυσμών, που κάποιοι ανιστόρητοι οπαδοί της αιμοκαθαρότητας των γνήσιων Ελλήνων αμφισβητούν, έρχεται μία ακόμα επιστημονική έρευνα για να τους αποστομώσει.

Σύμφωνα με τον Δημ. Δημόπουλο (2002): «…Η έρευνα του Θ. Πίτσιου (Πίτσιος Θ. Κ. : Ανθρωπολογική μελέτη του πληθυσμού της Πελοποννήσου, 1978) στην Πελοπόννησο επιβεβαίωσε ότι οι εκεί αρβανίτες, όχι μόνο δεν είναι φυλετικώς διναρικοί (το διναρικό φύλλο κατελάμβανε την Βόρειο Βαλκανική και μέρος της Κεντρικής Ευρώπης), άλλ’ ότι είναι πολύ «μεσογειακώτεροι» κι απ’ τους Έλληνες της Ηπείρου. Έτσι π.χ. το ύψος της μύτης των Αρβανιτών είναι γύρω στα 53,5, των Ηπειρωτών περίπου 55,5, ενώ των Βορειοαλβανών, κατά την έρευνα Κουν, υπερβαίνει τα 58 χιλ. Επίσης το πλάτος του σαγονιού, που στους διναρικούς είναι μικρό, δίνοντάς τους μορφή τριγωνικού προσώπου (στους Γκέκες μόλις 107,7), στους Αρβανίτες υπερβαίνει τα 110 χιλ. όσο δηλαδή έχουν και οι λοιποί Πελοποννήσιοι – οι Ηπειρώτες έχουν 109 περίπου. Αλλά και η ορθομετωπία, που είναι γνήσιο χαρακτηριστικό της λεπτοφυούς Μεσογειακής φυλής, απαντάται μεταξύ των Αρβανιτών σε ποσοστό 90%, όσο δηλαδή και στους λοιπούς Πελοποννησίους, ενώ στους Γκέκες σε ποσοστό κάτω του 40%. Αυτά και άλλα στοιχεία πείθουν ότι «δεν διαφέρουν οι Αρβανίτες από τους Έλληνες των γειτονικών τους χωριών». Γι’ αυτό και οι Φράγκοι δεν τους διέκριναν ούτε από τους λοιπούς Έλληνες».

Οι έποικοι αυτοί εγκαταστάθηκαν στους ορεινούς όγκους του Δωρίου και της Αυλώνας προκειμένου να χρησιμεύσουν ως συνοριοφύλακες του Δεσποτάτου έναντι των Φράγκων, οι οποίοι τότε κατείχαν την απέναντι πλευρά της Νέδας, την επαρχία Ολυμπίας, αλλά και προκειμένου να ενισχύσουν τον Βυζαντινό στρατό, μετά από πρόσκληση των Δεσποτών του Μυστρά, στην προσπάθεια να πυκνώσει ο πληθυσμός του τόπου που είχε μειωθεί από αρρώστιες και πολέμους.

Στο σημείο αυτό έφτιαξαν τα χωριά τους, τα οποία καθιερώθηκαν ως Αρβανιτοχώρια, λόγω της αρβανίτικης διαλέκτου που μιλούσαν ή και Σουλιμοχώρια εξαιτίας του μεγαλύτερου χωριού Σουλιμά. Τα χωριά αυτά είναι το Σουλιμά, το Ψάρι, το Χρυσοχώρι, το Κλέσουρα, το Λάπι, το Χαλκιά, το Κούβελα, το Κατσούρα, το Ρίπεσι, το Πιτσά και η Αγριλιά.

Το οροπέδιο του Δωρίου, όπου έχουν χτιστεί δεν ξεπερνάει τα 120 τετραγωνικά χιλιόμετρα. Είναι ένα φυσικό οχυρό από βουνά σε σχήμα πετάλου, με δύο μόνο εξόδους προς Κυπαρισσία και Άνω Μεσσηνία, ενώ η εξαιρετική θέση του έδινε την ευχέρεια στους κατοίκους να κινούνται με ευκολία προς τα Κοντοβούνια, την Καρύταινα, τη Ζούρτσα, τα βουνά της Ολυμπίας και τη Μάνη, αλλά και να διαφεύγουν σε περίπτωση κινδύνου. Τα χωριά είναι χτισμένα σε δυσπρόσιτες πλαγιές ή μικρά οροπέδια με περιορισμένη καλλιεργήσιμη έκταση, αλλά διαθέτουν βοσκοτόπια σε απόσταση λίγων ωρών από τους οικισμούς.

Η Δημογεροντία των Σουλιμοχωρίων είχε την έδρα της στο χωριό Σουλιμά και τη συγκροτούσαν οι εκλεγόμενοι εκπρόσωποι όλων των προαναφερθέντων χωριών. Ήταν επιφορτισμένη να δίνει λύσεις στα γενικότερα ζητήματα της είσπραξης των φόρων, της στρατολογίας και της συνεισφοράς, της διατροφής των ενόπλων όταν γίνονταν επιχειρήσεις μακριά από τα Σουλιμοχώρια, αλλά φυσικά και την επίλυση διαφορών μεταξύ των χωριών.

Από την ανάμειξη των Βορειοηπειρωτών Χριστιανών και των ντόπιων κατοίκων προήλθε το παρωνύμιο «Ντρέδες», όπως έμειναν γνωστοί στην ιστορία οι κάτοικοι των Σουλιμοχωρίων.

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *