Ονομασία Λάπι
Η αρχική ονομασία του χωριού, η οποία διατηρήθηκε έως και το 1930, σύμφωνα με την τοπική παράδοση, προήλθε από τους Λιάπη-δες και πιθανότερα από το όνομα του αρχηγού της φάρας και πρώτου οικιστή, Λάπη. Οι πρώτοι κάτοικοι του χωριού έχτισαν εκεί το χωριό τους, που με τον καιρό οι γείτονες των άλλων χωριών, το ξεχώριζαν με το όνομα Λάπι (Ljapanj στα Αρβανίτικα).
Μάλιστα σύμφωνα με μία εκδοχή, ο Λάπης ήρθε στη περιοχή μαζί με τον αδερφό του, Σουλειμάν, ο οποίος ίδρυσε το γειτονικό χωριό Σουλιμά και κατά συνέπεια οι κάτοικοι των δύο χωριών φέρονται να είναι συγγενείς. Σχετικά με το όνομα Σουλιμά, υπάρχει και μια δεύ-τερη άποψη, πως η ονομασία του χωριού προήλθε από το αρβανίτικο «Σούλι Μαδ», δηλαδή μεγάλο Σούλι.
Την εποχή της Ενετοκρατίας το χωριό αναφερόταν στα λατινικά ως Lapi. Ο οικισμός αναφέρεται σε διάφορες απογραφές των Βενετών Προνοητών (διοικητών) της Γαληνοτάτης Δημοκρατίας της Βενετίας, οι οποίες έγιναν στο χρονικό διάστημα της τριακονταετίας (1683/84-1715), κατά την οποία οι Βενετοί κατείχαν την Πελοπόν-νησο. Το χωριό Λάπι (Lapi), ανήκε, στην επαρχία της Αρκαδίας (ή Αρκαδιάς, δηλαδή την περιοχή της σημερινής Κυπαρισσίας), η οποία ήταν μια από τις τέσσερις επαρχίες, στις οποίες χωριζόταν τότε το διαμέρισμα της Μεθώνης [επαρχίες Φαναριού, Αρκαδιάς, Ναβαρίνου και Μεθώνης].
Με το όνομα Λάπι έγραψε λαμπρές σελίδες στη νεότερη ελληνική ιστορία, κυρίως ως φωτεινό παράδειγμα ανδρείας και φιλοπατρίας, με κομβικό ρόλο στον αγώνα της απελευθέρωσης και ανασύστασης του νέου ελληνικού κράτους. Με αυτό το όνομα παρουσιάζεται στην καταστροφή του από τους Τούρκους το 1647, με το ίδιο κατά την δεκαετία των Ορλωφικών (1769-1780) μέχρι και την ηρωική υπεράσπιση του χωριού, την 22α Απριλίου του 1827.
Η σημερινή επίσημη ονομασία του χωριού, ως Ριζοχώρι, πιθανο-λογείται πως προήλθε από το γεγονός ότι το νεότερο χωριό είναι χτισμένο στα «ριζά» του βουνού, όμως οι κάτοικοι, καθώς και οι κάτοικοι των γειτονικών χωριών συνεχίζουν να αποκαλούν το χωριό με το αυθεντικό του όνομα, ως Λάπι. Η ονομασία Λάπι έχει μείνει ανεξίτηλη επί επτά και πλέον αιώνες στη συνείδηση των κατοίκων, παρά την απόπειρα μεταβολής του ονόματος σε Ριζοχώρι.
Η αλλαγή ονόματος σε Ριζοχώρι επήλθε στις 17 Ιουλίου του 1930, σύμφωνα με το ΦΕΚ 251 του 1930, αντικαθιστώντας την ονομασία Μπρέχθη (Brehti στα Αρβανίτικα), η οποία ξεχώριζε το νεόδμητο από το παλιό χωριό, το σημερινό Πάνω Λάπι. Το Μπρέχτι αποτελεί τοπωνύμιο του χωριού, προσδιορίζοντας την περιοχή πίσω από την εκκλησία της Αγίας Τριάδος, απ’ όπου και ξεκίνησε το χτίσιμο του χωριού.
Αρκαδιά | Κυπαρισσία | 1833 |
Βλάκα | Χρυσοχώριον | 1907 |
Γουβαλάρια | Άγιος Πέτρος | 1956 |
Καραμουσταφά | Αυλώνα | 1922 |
Κοπάνιτσα | Καρυαί | 1956 |
Μαλίκι | Πολυθέα | 1953 |
Μποντιά | Μάλθη | 1927 |
Μπούζι | Ελαία | 1956 |
Μπρέχθη | Ριζοχώριον | 1930 |
Πιτσά | Σιτοχώριον | 1927 |
Ρίπεσι | Κεφαλόβρυση | 1927 |
Σκλαβαίικα | Πτέρη | 1957 |
Σουλιμά | Άνω Δώριον | 1927 |
*Ενδεικτικός πίνακας μετονομασιών της περιοχής με το έτος αλλαγής
Υπογραμμίζουμε πως η αλλαγή ονόματος ήταν ενταγμένη στο ευρύτερο πλαίσιο του υποχρεωτικού εξελληνισμού των χιλιάδων «ξενόγλωσσων» τοπωνυμίων (σλάβικα, αρβανίτικα, βενετσιάνικα, τούρκικα, βλάχικα), το οποίο προώθησε το νεοσύστατο ελληνικό κράτος υπό την βαυαρική επικυριαρχία, σε μια προσπάθεια μίμησης των δυτικών προτύπων.
Εκείνη την περίοδο (διάταγμα 3ης Απριλίου 1833) λαμβάνει χώρα μια συντεταγμένη μεταβολή των ιστορικών ονομασιών, με αποτέλεσμα ο Μοριάς να αντικατασταθεί από την Πελοπόννησο, η Ρούμελη από τη Στερεά Ελλάδα, ο Έγριπος από την Εύβοια. Επιπλέον, εμφανίζεται μια έντονη εκδήλωση αρχαιολατρίας, με συνέπεια πολλοί νεοδημιουργηθέντες Δήμοι να λαμβάνουν αρχαιοελληνικές ονοματοδοσίες.
Ένα δεύτερο και διευρυμένο κύμα μεταβολής ονομάτων ξεκινάει το 1909 με την εθνική επιχείρηση για τον εξελληνισμό των ονομάτων των οικισμών με το διάταγμα «περί συστάσεως επιτροπείας προς μελέτη των τοπωνυμίων της Ελλάδος και εξακρίβωση του ιστορικού λόγου αυτών».
Με νεότερο νομοθετικό διάταγμα το 1926 συστάθηκαν ειδικές νομαρχιακές επιτροπές για τη μετονομασία των ξενόφωνων ή και «κακόηχων» ονομάτων συνοικισμών, χωριών και πόλεων.
Οι επιτροπές δεν πρωτοτυπούν και γεμίζουν τον ελληνικό χάρτη με χωριά-«δέντρα» (27 Μηλιές, 26 Πλάτανοι, 21 Καστανιές, 14 Κερασιές, 10 Αχλαδιές κ.λπ. αλλά και 66 Αι Γιώργηδες και 22 Αι Δημήτρηδες[1]). Μέχρι το 1928 έχουν μετονομαστεί πάνω από 2.500 οικισμοί.
Όπως μας πληροφορεί ο Καλλιβρετάκης (2003) «επί 11.500, περί-που, οικισμών της Ελλάδας. οι 3.600 έχουν μετονομασθεί, και αναφερόμαστε μόνο στις επίσημα καταγεγραμμένες μετονομασίες και μόνο για το διάστημα 1912-1961, για το οποίο διαθέτουμε δεδομένα σε σειρές, τα οποία και έχουμε αναλύσει. Πρόκειται για το 31% του συνόλου των ελληνικών οικισμών ή, αλλιώς, για ένα χωριό στα τρία. Από τις 3.600 μετονομασίες οι 687 αφορούν την Πελοπόννησο».
Η μετονομασία ατονεί μέχρι το 1953, όταν και θα επανέλθει δυναμικά μέχρι το 1957. Έπειτα, ακολουθεί ξανά μια υποτονική πορεία μετονομασιών μέχρι και το 1971. Έκτοτε οι μετονομασίες οικισμών γίνονται σπάνιες. Τελευταία σημαντική υπήρξε εκείνη των Νέων Λιοσίων σε Ίλιον το 1994.
[1] Αρχείο Ερευνητικού Προγράμματος «Ιστορική μελέτη των οικισμών της Ελλάδας, 15ος-20ός αι.» Κέντρου Νεοελληνικών Ερευνών Ε.I.E.
*Από του Λάπι έρχομαι (Εκδόσεις Καμπύλη, 2021)