Ιστορικά

Δημογραφική εξέλιξη Λαπίου

Ο οικισμός, με βάση την τελευταία απογραφή του 2011, είχε 60 μόνιμους κατοίκους. Σήμερα και παρότι έχουν χτιστεί πολλά νέα σπίτια, δυστυχώς, οι μόνιμα διαμένοντες, υπολογίζονται γύρω στους είκοσι και αυτοί ηλικιωμένοι.

Απογραφή Πληθυσμός
1844 423
1851 390
1879 451
1889 495
1896 588
1907 645
1920 422
1928 434
1940 408
1951 352
1961 309
1971 175
1981 98
1991 83
2001 131
2011 60

 *Η πληθυσμιακή πορεία του Λαπίου

Ασφαλή και εμπεριστατωμένα στοιχεία για την πρώιμη δημογραφική εξέλιξη του χωριού μας και της ευρύτερης περιοχής δεν υπάρχουν, παρότι, στα σχεδόν 400 χρόνια της υποδούλωσης, τόσο οι Οθωμανοί όσο και οι Ενετοί κατακτητές επιχειρούσαν συχνά-πυκνά καταμέτρηση του πληθυσμού. Που οφείλεται, όμως, αυτή η έλλειψη;

Οι καταγραφές των Οθωμανών λάμβαναν χώρα αποκλειστικά για φορολογικούς σκοπούς, και όχι για επιστημονικούς ή στατιστικούς λόγους. Έτσι, η καταγραφή δεν γινόταν με βάση τον αριθμό των κατοίκων, αλλά τη «μονάδα» φορολόγησης.

Σύμφωνα με τον Καλλιβρετάκη (2003) «στις περισσότερες περιπτώσεις τα έγγραφα αυτά περιέχουν τον αριθμό των «hane» μιας διοικητικής περιφέρειας είτε συνολικά είτε, αν είμαστε τυχεροί, ανά οικισμό. Ο όρος hane όμως, που κατά τον 15ο αιώνα εξέφραζε ακόμη την έννοια της οικογενειακής εστίας, δεν σήμαινε πλέον, από τον 16ο αιώνα και εξής, παρά μια φορολογική μονάδα που δεν αντιστοιχούσε υποχρεωτικά σε μια οικο­γένεια. […] Πρέπει επίσης να επισημάνουμε ότι τα φορολογικά κατάστιχα αφο­ρούσαν κυρίως τον «cizye», δηλαδή το φόρο επί των μη-μουσουλμάνων υπηκόων του σουλτάνου, γένους αρσενικού, ενηλίκων και υγιών, οι οποίοι συνεπώς ήσαν και οι μόνοι που καταγράφονταν υπό την ιδιότη­τα τους ως αρχηγοί οικογενειών – καθώς και οι χήρες, στην περίπτωση που η οικογένεια διατηρήθηκε παρά το θάνατο του πατέρα. Και τέλος, ο αναφερόμενος αριθμός φορολογουμένων δεν ήταν πάντοτε αποτέλε­σμα της καταμέτρησης μιας συγκεκριμένης χρονιάς, αλλά συχνά επα­ναλάμβανε υπολογισμούς που είχαν γίνει κάποτε και στη συνέχεια μεταβάλλονταν κατά καιρούς στο πλαίσιο διαπραγματεύσεων μεταξύ της φορολογικής αρχής και της φορολογούμενης περιφέρειας. Το τιμά­ριο, από την άλλη μεριά, δεν αντιστοιχούσε υποχρεωτικά προς μια συγκεκριμένη εδαφική ενότητα, καθώς επρόκειτο βασικά για ένα σύνο­λο εισοδημάτων, προερχομένων από έναν ή περισσότερους οικισμούς, ή και τμήματά τους. Όπερ σημαίνει ότι οι πληροφορίες που σημειώνο­νται πλάι σε ένα τοπωνύμιο δεν αντιστοιχούν παρά σε εκείνο το τμήμα του οικισμού που εξυπηρετούσε τη συγκεκριμένη τιμαριωτική σχέση».

Επιπλέον, η οθωμανική διοίκηση επέβαλε και ατομική – οικογενειακή φορολογία, πολλές φορές υπερβολική ή και «παράλογη» ανάλογα με τις οικονομικές ανάγκες που είχε ανά περιόδους.

Ο ιστορικός Χριστόφορος Άγγελος αναφέρει από την πλευρά του πως: «οι επιβληθέντες φόροι ήσαν αναρίθμητοι, αλλά και άνισοι. Εκτός της δεκάτης, του εγγείου και της διακατοχής των ιδιοκτησιών, εκάστη οικογένεια κατέβαλε χωριστά φόρον καπνού, εστίας, δασμόν γάμου, δούλου και δούλης, καταλυμάτων, επαρχιακών εξόδων, καφτανίων, καρφοπετάλλων και άλλων εκτάκτων….».

Έτσι, είχε γίνει καθεστώς ολόκληρες οικογένειες να «κρύβονται» κατά τις ανά περίοδο απογραφές. Επιπλέον, πολλοί αγάδες και προύχοντες που ήταν επιφορτισμένοι με την είσπραξη των φόρων, σκοπίμως, έστελναν μειωμένα αποτελέσματα των καταγραφών στην διοίκηση, ώστε να καρπώνονται μέρος των εσόδων.[1]

Αλλά και κατά την Ενετοκρατία που οι Βενετσιάνοι πραγματοποίησαν πολλές απαριθμήσεις του πληθυσμού, αυτές αν και εξαιρετικά συστηματι­κές για προ-στατιστικές, δεν ήταν χωρίς προβλήματα. Το κύριο πρόβλημα αφορά τη μεταγραφή των διαφόρων τοπωνυμίων από ανθρώ­πους που δεν κατανοούσαν τι έγραφαν, γεγονός που θέτει σοβαρά προβλήμα­τα ταύτισης και πολλές φορές γίνεται αιτία παρερμηνειών.

Όπως αναφέρει και πάλι ο Καλλιβρετάκης (2003), το πρόβλημα με την ταύτιση των τοπωνυμιών δεν περιορίζεται μόνο σε αυτήν την περίοδο. «Είναι προφανές ότι για τον ιστορικό της δημο­γραφίας και της γεωγραφίας, η ταύτιση της υπό μελέτη τοποθεσίας αποτελεί θεμελιώδες ζήτημα, προϋπόθεση των περαιτέρω προσεγγίσεων του. Η ακριβής αντιστοίχιση του τοπωνυμίου της πηγής του με μια συγκεκριμένη γεωγραφική θέση, η εδραίωση μιας στερεής σχέσης σημαί­νοντος και σημαινόμενου, είναι το πρωταρχικό του μέλημα. Ακούγεται απλό και προφανές, πλην όμως δεν είναι πάντοτε και εφικτό».

Μάλιστα, το πρόβλημα συνεχίζει και γιγαντώνεται με τις κατά περιόδους αλλαγές ονομάτων που επιχείρησε το ελληνικό κράτος.

Τα παλαιότερα, και εν μέρει, ασφαλή δεδομένα που διαθέτουμε προέρχονται από τα στοιχεία της απογραφής Grimani στα 1700. Κατ’ αυτήν στα 25 Σουλιμοχώρια διέμεναν κατά μέσο όρο 69 κάτοικοι. Μόλις τρία χωριά ξεπερνούσαν τους 100 κατοίκους και διέθεταν 184 κατοίκους κατά μέσο όρο, όμως…

Τα νούμερα μοιάζουν μικρά και όντως είναι. Τρεις παράγοντες είναι που συντελούν σε αυτό. Πρώτον, δεν απογράφηκαν οι άνδρες άνω των 60 ετών και οι γυναίκες άνω των 50, κυρίως λόγω του μικρού προσδόκιμου χρόνου ζωής και της μεγάλης θνησιμότητας στις αντίστοιχες ηλικίες εκείνης της περιόδου.

Δεύτερον, η πανώλη που χτύπησε την Ευρώπη τον 17ο αιώνα επιβεβαιώνεται και στην Πελοπόννησο, χωρίς όμως να έχουμε επαρκή στοιχεία για το μέγεθος της επίπτωσής της στη δημογραφία της χώρας. Μάλιστα μεταξύ των ετών 1698–1700, όπως αναφέρει ο Κλων Στέφανος[2], η πανώλη υπήρξε «πολύ οξεία και θανατηφόρα σε πολλές περιοχές της Ελλάδος και κυρίως στην Πελοπόννησο».

Και τρίτον, είναι το προαιώνια αγαπημένο «άθλημα» στο οποίο αρέσκονται οι Έλληνες, η αποφυγή της καταβολής φόρων, με διάφορα τεχνάσματα, όπως με το να κρύβονται. Προσφιλής και πάγια τακτική, την οποία ακολούθησαν και στις απογραφές που επιχείρησε το επίσημο κράτος καθ’ όλον σχεδόν τον 19ο αιώνα, όπως θα δούμε και παρακάτω.

Για ιστορικούς και μόνο λόγους αναφέρουμε τρεις ακόμη απόπειρες απογραφής των Ενετών, που ερευνητές έφεραν στην δημοσιότητα από αρχεία της Γαληνοτάτης. Τονίζουμε ότι και για τις τρεις υπάρχουν επιφυλάξεις για την ακρίβεια των στοιχείων τους.

  • Ο Κυβερνήτης Corner (1689) σε εκτίμησή του, υπολογίζει τον αριθμό των κατοίκων της Πελοποννήσου (χωρίς τη Μάνη και την Κορινθία) σε 86.468 κατοίκους.
  • Ο Κυβερνήτης Angelo Emo, σε έκθεσή του που κατέθεσε στη Γερουσία με τη λήξη της θητείας του στην Πελοπόννησο, υπολογίζει τον πληθυσμό της, το 1708, σε 250.000 κατοίκους.
  • Τέλος, σε αχρονολόγητο χειρόγραφο που υπολογίζεται ότι έχει συνταχτεί μεταξύ 1708-1711 (χειρόγραφο Guerini-Stampalia) εκτιμάται πως ο πληθυσμός της Πελοποννήσου ανέρχεται σε 46.207 οικογένειες και πληθυσμό 190.653.

Η πρώτη απόπειρα απογραφής από το νεοσύστατο κράτος έγινε το 1928 κατ’ εντολή του Καποδίστρια. Πιθανότατα άρχισε τον Μάρτιο του 1828, ενώ αποτελέσματά της στάλθηκαν στην κυβέρνηση το 1828 και το 1829. Η απογραφή αυτή δεν δημοσιεύθηκε επίσημα ποτέ, κατά συνέπεια τα στοιχεία που υπάρχουν για αυτήν είναι περιορισμένα.

Είναι ενδεικτικό ότι ο Καποδίστριας σε γράμμα του προς τον στρατηγό Σνάιντερ (Schneider) της Εκστρατείας του Μοριά, στο οποίο του ζητούσε πληροφορίες για τον πληθυσμό της Πελοποννήσου, τον Ιούλιο του 1831, αναφέρει ότι έλαβε ικανοποιητικές πληροφορίες από 9 μόνο από τις 27 επαρχίες, ενώ από 15 επαρχίες έλαβε μόνο τον αριθμό οικογενειών (και εκτίμησε τον πληθυσμό με 4 και 1/3 άτομα ανά οικογένεια), ενώ για άλλες περιοχές δεν έλαβε καμιά πληροφορία και τον πληθυσμό τους εκτίμησε η επιτροπή επί των στατιστικών.

Η απογραφή αυτή βρήκε πληθυσμό 753.400 κατοίκων στην Ελλάδα. Είναι χαρακτηριστικό ότι μέσω της απογραφής του 1828 έγινε εκτίμηση του πληθυσμού κατά το 1821 (ή όπως αναφερόταν: «εξακριβώθη αναδρομικώς ο πληθυσμός κατά το 1821» σε 938.765 κατοίκους).

Στα 1830, ο διοικητής της Αρκαδιάς (Κυπαρισσίας), Κ. Πεταλάς, στέλνει μια αναφορά στη Γραμματεία Δικαιοσύνης, στην οποία παραθέτει κατάλογο των χωριών της Τριφυλίας με τον αντίστοιχο πληθυσμό τους. Το Λάπι αναφέρεται με περίπου 400 κατοίκους και δημογέροντα τον Παν. Δημόπουλο. Το Σουλιμά αναφέρεται με 700 και το Ψάρι με 650 κατοίκους.

Μια νέα απαρίθμηση λίγο-πολύ λεπτο­μερής, για το σύνολο σχεδόν της χώρας, παρουσιάστηκε διάσπαρτη μεταξύ των ετών 1834-1836, κατά τη θεσμοθέτηση της διοικητικής δομής του νεοσυσταθέντος κράτους. Από την εποχή εκείνη και μέχρι το 1879, τα δημοσιευμένα αποτελέσματα των απογραφών δεν είχαν κατά κανόνα ως μονάδα αναφοράς τον μεμονωμένο οικισμό, αλλά τους τότε Δήμους, που περιλάμβαναν, έναν μεγάλο αριθμό οικισμών -κάπου 15 με 20- μεταξύ των οποίων υπήρχε συχνά κάποια πόλη (έδρα), της οποίας ο πληθυσμός συναθροιζόταν, ως τα 1856, με εκείνον των υπαγομένων χωριών. Επιπλέον, τα προ του 1860 δημοσιευμένα στοιχεία δεν ήταν, ως επί το πλείστον, το αποτέλεσμα μιας απογραφής, αλλά μάλλον το αποτέ­λεσμα αριθμητικών πράξε-ων, δηλαδή πρόσθεση των γεννήσεων, αφαίρεση των δηλωμένων θανάτων. Τα στοιχεία που έχουν προκύψει από αυτήν τη διαδικασία καλύπτουν τη μεγαλύτερη περίοδο μεταξύ των ετών 1839-1856.

Σύμφωνα πάντα με τον Καλλιβρετάκη (2003): «[…] πρέπει να συνυπολογίσουμε τη δυσπιστία του πληθυσμού. «Όταν [η κυβέρνηση] πραγματοποιεί απογραφές, οι κάτοικοι φο­βούμενοι μήπως αυτό επιφέρει αύξηση των εισφορών, έχουν την τάση να μειώνουν τον αριθμό του πληθυσμού των χωριών τους. Οι δε δημό­σιοι υπάλληλοι, μη συναισθανόμενοι την σπουδαιότητα αυτών των στα­τιστικών, δεν επιδεικνύουν κατά τις απογραφές όλο το ζήλο και την απαιτούμενη επιμονή για να επιτύχουν τα ορθά αποτελέσματα» σημει­ώνει το 1838 ο Γάλλος λοχαγός J.P.E.F. Peytier, που διηύθυνε κατά την περίοδο εκείνη τις τοπογραφικές εργασίες για τον σχεδιασμό του χάρτη της Ελλάδας. Να προσθέσουμε στο σημείο αυτό ότι η αυτή δυσπιστία δεν προέκυπτε μόνο από τον φόβο επιβάρυνσης της φορο­λογίας αλλά και από εκείνον της αύξησης του ορισμού των υπόχρεων προς κατάταξη κληρωτών. Δεν πρέπει εξάλλου να παραβλέψουμε το γεγονός ότι ακόμα και οι απογραφές του εικοστού αιώνα απαιτούν προσεκτικό χειρισμό, ειδάλλως κινδυνεύουμε να οδηγηθούμε σε απατηλά συμπεράσματα».

Επανερχόμενοι στα πληθυσμιακά στοιχεία που αφορούν το χωριό μας, εκτός των όσων προβλημάτων και αδυναμιών έχουν αναφερθεί ήδη, πρέπει να προσθέσουμε το γεγονός της εγκατάστασης σε χαμηλότερους υψομετρικά οικισμούς με το ίδιο όνομα, που αποτέλεσε γενικευμένο φαινόμενο σε όλον τον 19ο αιώνα. Αυτή η διαδικασία ολοκληρώθηκε σταδιακά μετά το 1902, με την έλευση του σιδηροδρόμου[3]. Τότε είναι που θα μετακινηθεί μαζικά ο πληθυσμός από το Λάπι και θα μετεγκατασταθεί στο Κοπανάκι. Οι τελευταίες 2-3 οικογένειες εγκατέλειψαν το Πάνω Λάπι γύρω στα 1930.

[1] Ο Βελή πασάς, γιος του Αλή των Ιωαννίνων, που κυβέρνησε τον Μοριά α­πό το 1807 έως το 1812 και ο ίδιος καυχιόταν ότι «διψούσε ό­χι για αίμα, αλλά μόνο για χρήματα». Αναφέρεται ότι κατά την πενταετή θητεία του στο α­ξίωμα, αποκόμισε επτάμισι εκατομμύρια γρόσια.

[2] Ο πρώτος Έλληνας γιατρός-ανθρωπολόγος. Ειδικεύτηκε σε πλήθος ερευνών και μελετών. Θεωρείται ο θεμελιωτής της φυσικής ανθρωπολογίας στην Ελλάδα. Ίδρυσε το Ανθρωπολογικό Μουσείο της Αθήνας και ήταν σύμβουλος της Αρχαιολογικής Εταιρείας. Δημοσίευσε πολλές μελέτες και άρθρα, ενώ επιμελήθηκε και πολλούς ανθρωπολογικούς χάρτες της Ελλάδας. Ασχολήθηκε επίσης με την αρχαία γεωγραφία και συνεργάστηκε με την επιτροπή για την τοπωνυμία των αρχαίων ελληνικών πόλεων. Γεννήθηκε (και πέθανε) στην Κέα, 1854 – 1915

[3] Η παραλαβή ολόκληρης της διαδρομής Πύργος – Κυπαρισσία και Καλό Νερό – Κοπανάκι – Μελιγαλά έγινε από την επιτροπή του υπουργείου στις 27-28 Αυγούστου 1902, ενώ η λειτουργία της ξεκίνησε λίγες μέρες αργότερα, στις 7 Σεπτεμβρίου.

*Από του Λάπι έρχομαι (Εκδόσεις Καμπύλη, 2021)

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *