Πορτραίτο Γιάννη Ρούση
Ο Γιάννης Ρούσης είναι αδιαμφισβήτητα η μεγαλύτερη προσωπικότητα οπλαρχηγού που γέννησε το Λάπι. Ήταν συνομήλικος και εφάμιλλος των υπόλοιπων γνωστών οπλαρχηγών της εποχής, Γιάννη Ντάβου, Γιάννη Κόρδα και Αλέξη Ντάρα.
Γεννήθηκε και μεγάλωσε στο Λάπι, ενώ πρωτοεμφανίζεται γύρω στα 1762, αρχηγός περίπου 100 με 120 παλικαριών, κυρίως από το Λάπι, αλλά και από τα γειτονικά χωριά Πιτσά και Ρίπεσι, ενώ έφερε πάντα δύο κλέφτικες σημαίες. Ο Ρούσης καταδίωκε με τόση μανία τους Τούρκους που τον αποκαλούσαν Τουρκοφάγο.
Ο Ρούσης δεν καταδέχθηκε να υπηρετήσει τους Τούρκους ως έμμισθος αρματολός και πάντοτε πήγαινε κόντρα στις εντολές τους, διατελώντας ανεξάρτητος κλεφταρματολός. Έλαβε μέρος στα Ορλωφικά, αλλά και στην εξόντωση των Τουρκαλβανών στα Τρίκορφα ως υπαρχηγός του Κωνσταντή Κολοκοτρώνη.
Αξίζει να σταθούμε για λίγο εδώ στη μάχη που έλαβε χώρα στα Τρίκορφα. Το 1779, δέκα χρόνια ύστερα από τα Ορλωφικά, οι Αρκαδινοί κλεφτοκαπεταναίοι, συγκρούσθηκαν με τους Τουρκαλβανούς, έξω από την Τριπολιτσά, στα Τρίκορφα. Πριν φθάσουν στη μάχη, οι Τουρκαλβανοί μ’ ένα τους γράμμα παρακαλούσαν τους Έλληνες να μη τους επιτεθούν. Η απάντηση που έλαβαν ήταν φυσικά αρνητική, όμως, σημασία δεν έχει τόσο το περιεχόμενο της απάντησης, όσο τα ονόματα που την υπογράφουν. Ένας από τους δύο αρχηγούς ήταν Αρκαδινός, ενώ και αρκετοί από τους υπαρχηγούς ήταν και αυτοί από τα Σουλιμοχώρια.
Αναλυτικά, στην απάντηση αναφέρεται πως «Με τη συμφωνίαν από όλους τους κλέφτας και τους αρματωλούς του Μωριά, υπογράφουμε εμείς οι πρώτοι αρχηγοί: Κωνσταντίνος Κολοκοτρώνης και Αλέξης Ντάρας. Οι υπαρχηγοί: I. Αναγνώστης, Κολοκοτρώνης και οι αδελφοί του Αποτόλης και Γιώργος, Ιωάννης Θιακός, Ιωάννης Κόρδας, Ιωάννης Ρούσης, Χρ. Ντουσιακίτης, Ιωάννης Νταβός, Δήμος Μπαρακούρας, Πάνος Κρεμαστιώτης, Αναστάσιος Μιουτζάρας, Παναγιώτης Βενετσαναίος ή Παναγιώταρος, Γεώργιος Μαργέλης».
Ο αρχηγός Αλέξης Ντάρας ήταν από το Ψάρι, υιός του περιώνυμου Μάρκου Ντάρα. Οι υπαρχηγοί, τέσσερεις Γιάννηδες (Θιακός, Κόρδας, Ρούσης, Ντάβος) ήταν και αυτοί από την ορεινή Τριφυλία. Ο πρώτος είχε γεννηθεί στο Σκληρού, ο δεύτερος στο Κούβελα, ο Ρούσης στο Λάπι και ο Ντάβος στο Σουλιμά. Στους παραπάνω οπλαρχηγούς, ας λογαριασθούν στους Αρκαδινούς και ο Θ. Ριπεσιώτης και ο Μήτρος Βενετσάνος, που ήρθαν σε βοήθεια, κατά τη διεξαγωγή της μάχης.
Η σύγκρουση στα Τρίκορφα κράτησε δεκατρείς ώρες. Στο πεδίο της μάχης οι απώλειες για τους Τουρκαλβανούς ήταν τεράστιες. Από την ελληνική πλευρά οι απώλειες ήταν σαφώς μικρότερες, υπολογιζόμενες λίγο πάνω από 100. Μεταξύ των φονευθέντων, όμως, ήταν ο Γιάννης Ντάβος.
Ο Αθανάσιας Γρηγοριάδης (1994, σελ. 25-26) τον περιγράφει ως «ανήρ μετρίου αναστήματος, καλοκαμωμένος με κώμην μακράν, γενειάδα μακράν και μύστακα επιμήκη, ρωμαλέος δε και ανδρειότατος, μαχιμότατος και ορμητικότατος εις τας μάχας. Εξωμοιούτο δε μετά των περιώνυμων κλεφταρχηγών Μάρκου Ντάρα και Ιωάννη Θιάκου».
Τέλος, ο Ρούσης έλαβε μέρος στη μάχη της Μαλεβής [1786] και σώζεται γράμμα του (Γρηγοριάδης, 1994, σ. 154) προς τον ηγούμενο του μοναστηριού της Ρεκίτσας, στο οποίο αναφέρει: «Πάτερ Δανιήλ, όντας περάσαμε στην μονή, εγώ, ο Θανάσης Πιερόπουλος, κι άλλοι, πηγαίναμε στην Καλτετζία και νάσου κι ο Ζαχαριάς. Ρόντου πόντου από κει το βάλαμε για τη Μαλεβή όπου μείναμε λίγες μέρες. Καμιά βολά κάμποσοι Τουρκαλάδες ζώσανε την μονή, τι γίνηκε δεν μολογιέται. Ως το βράδυ δούλεψε ντουφεκίδι, πολλούς αγαρηνούς αφήκαμε στον τόπο, οι άλλοι τόβαλαν στα πόδια. Από εμάς λαβώθηκε ο Καράμπαλης στο χέρι, ά! Ναι εσκοτώθη κι ο Θανάσης. Μαζί ήρθαμε από προχθές να λαμπρέψουμε με τους δικούς μας. Σου φιλώ το χέρι. Γιάννης Ρούσης».
Ο Γιάννης Ρούσης σκοτώθηκε μαζί με πολλά παλικάρια του από τους Τούρκους, στις 16 Ιουνίου 1786 σε μάχη στον κάμπο της Καρύταινας.
Του Γιάννη Ρούση
Ένας κοντός, κοντούτσικος,
κοντός κι αντριωμένος,
κοντό ήταν το μπόι του,
θεριό η δύναμη του.
Στο ‘να του χέρι το σπαθί,
στ’ άλλο το καριοφίλι.
Το Λάπι έχει για φωλιά
και το Μοριά λημέρι.
Έχει συντρόφους διαλεχτούς,
Ντρέδες παλικαράδες.
Τους τρέμουν οι Τουρκαλβανοί,
οι Τούρκοι τους φοβούνται
και οι ραγιάδες τραγουδούν
τα κατορθώματά τους
Τρία πουλάκια κάθονταν
Μέσα στο πάνω Λάπι
τον κάμπο εγναντεύουνε
κι όλο αναρωτιούνται:
Τι ειν’ τα μπαιράκια που ‘ρχονται
στου Σανοβά πιο πάνω;
Και μια φωνή ακούγεται
από τον Γιάννη Ρούση:
Αφήστε τους κι ας έρχουνται
να ‘ρθουνε παρά πάνω.
Ζών’ ο Γιαννάκης το σπαθί
κράζει τα παλικάρια
τραβάει τον ανήφορο
σαν τ’ άγριο περιστέρι
πιάνει ψηλά στο σύραχο
κι αρχίζει το τραγούδι:
Εδώ το λένε Σουλιμά
μουρτάτες για κοπιάστε.
Τραβάνε οι Ντρέδες τα σπαθιά
και κάνουνε γιουρούσι
από δεξιά του έκοβαν
ζερβά τους θεμωνιάζουν
κι οι Τουρκαλάδες τρόμαξαν
στα πόδια τους το βάζουν
*Από του Λάπι έρχομαι (Εκδόσεις Καμπύλη, 2021)