Η εμφύλια διαμάχη των Ντρέδων – Ο ρόλος του Παπατσώρη
Τέσσερα αλληλένδετα και ιδιαιτέρως ενδιαφέροντα έγγραφα από το αρχείο της Ελληνικής Παλιγγενεσίας καταδεικνύουν με τον πλέον σαφή και κατηγορηματικό τρόπο τις έριδες που είχαν ξεσπάσει στη Μεσσηνία μεταξύ των επαναστατημένων Ελλήνων το 1823.
Πιο συγκεκριμένα πρόκειται για τέσσερα έγγραφα τα οποία παραθέτω παρακάτω αυτούσια (σε φωτογραφίες) και στα οποία θα προβώ σε επεξηγηματικό σχολιασμό. Στο επίκεντρο των εγγράφων βρίσκονται οι Ντρέδες και ιδίως η οικογένεια των Παπατσωραίων, η οποία διαφέντευε το χωριό Σουλιμά.
Στο πρώτο έγγραφο, λοιπόν, με ημερομηνία 15 Μαρτίου 1823, οι κάτοικοι της ευρύτερης περιοχής της Κυπαρισσίας αναφέρουν υπερβάσεις των εφόρων της περιοχής. Πρώτος στο κάδρο μπαίνει ο Νικόλαος Πονηρόπουλος, ο οποίος κατηγορείται πως τον Οκτώβρη του 1822 αγόρασε για λογαριασμό της επαρχίας εθνικές ελιές από την Γερουσία, τις οποίες όμως εν τέλει κράτησε μαζί με τους εφόρους για δική τους ωφέλεια και όχι για το καλό της επαρχίας. Ακόμη, κατηγορούνται πως κράτησαν για λογαριασμό τους όσα περιβόλια ήθελαν και πως είχαν πολλά περιβόλια «άγραφα». Παράλληλα, καταγγέλλονται διάφορες αυθαιρεσίες κατά τη διάρκεια συγκρότησης Γενικής Συνέλευσης, αλλά και κατηγορίες για απόκρυψη των οικονομικών στοιχείων. Οι κατηγορίες επεκτείνονται και στον Παπατσώρη, για τον οποίο επισημαίνεται πως έγινε στρατηγός με μερικές υπογραφές «καταπατώντας το ιερόν σχήμα να ενηγκαλισθή τα άρματα, δια να εκτελέση τους κακούς του σκοπούς». Το έγγραφο υπογράφουν κάτοικοι από τις επαρχίες Κυπαρισσίας, Κοντοβουνίων, Σουλιμά, Ζούρτσας και Φιλιατρών. Εστιάζοντας στο Κόλι του Σουλιμά, όπως είναι φυσικό, δεν υπάρχουν υπογραφές από το Σουλιμά, το χωριό του Παπατσώρη, αλλά ούτε και από το Λάπι, το οποίο εικάζω πως ευθυγραμμιζόταν με τα συμφέροντα του Σουλιμά. Αντιθέτως, υπάρχουν υπογραφές από τα χωριά Ψάρι, Κούβελα, Σίρτζι, Κλίακα, Καζήρα, Πιτζά, Ρίμπεσι, Κλέσουρα, Σιδερόκαστρο και Αγριλιά (παραθέτω τις ονομασίες των χωριών όπως αναφέρονται στο έγγραφο).
Ας ξεκινήσουμε από τον Νικόλαο Πονηρόπουλο (Κυπαρισσία 1783 – Αθήνα, 1852), ο οποίος υπήρξε γερουσιαστής στην Πελοποννησιακή γερουσία και αργότερα πληρεξούσιος στις Εθνοσυνελεύσεις του Άστρους και της Τροιζήνας. Μετά την απελευθέρωση έγινε βουλευτής Κυπαρισσίας και υπουργός, ενώ το 1833 ανέλαβε χρέη διευθυντή του Γραφείου της Δημοσίου Οικονομίας, με απόφαση της Κυβέρνησης Μαυροκορδάτου και του αρχηγού του γαλλικού κόμματος Ιωάννη Κωλέττη, ο οποίος ήταν γραμματέας επί των Εσωτερικών. Τα όσα λέγονται στο έγγραφο για τον Πονηρόπουλο, μάλλον, επιβεβαιώνονται από ένα άλλο γεγονός που σημειώθηκε λίγα χρόνια αργότερα και συγκεκριμένα το 1847, όταν ο Πονηρόπουλος που τότε διατελούσε υπουργός Οικονομικών, κατηγορήθηκε πως πλαστογράφησε πρωτόκολλα με την τιμή των σιτηρών. Παρότι παραπέμφθηκε με βάση τη σχετική πρόβλεψη στο Σύνταγμα του 1844, δεν δικάστηκε. Ας δούμε τι έγραφε για τον Πονηρόπουλο ο Κολοκοτρώνης το 1822 αναφορικά με τη μάχη στο Σαραβάλι Αχαίας: «Τότε εἶχα γραμμένο εἰς την Ἀρκαδια να ἔλθουν. Οἱ Αρκαδιανοί βάνουν αρχηγό τον Μῆτρο Ἀναστασόπουλο, ἐκίνησαν 1.200. Ἐκίνησε και ὁ Πονηρός και ἤθελε να πάρει τα άρματα τῆς Ἀρκαδίας, και ἤθελε να τα πάρει ἐκεῖνος, και ἀνακάτωνε το στρατό. Ἐν πρώτοις ἐρχάμενοι οἱ Αρκαδιανοί εἰς το Σαραβάλι, που εἶχα το ὀρδι ἐγώ, με εἶπε ὁ Πονηρός να τον κάμω ἐπικεφαλῆς. “Δεν μπορῶ να το κάμω, να ἐρωτήσω”. Ἐρώτησα και δεν τον ἐδέχθηκαν. – “Τί να σοῦ κάμω;” Ἐπῆγαν οἱ Αρκαδιανοί μόνοι τους και ἔκαμαν ἕνα πόλεμον καλόν, και ἐπολέμησαν ανδρειωμένα, και ἐσκότωσαν καμμιά δεκαριά Τούρκους· 1.200 ἦτον Ἀρκαδιανοί. Ἦτον Παπατζωραῖοι, Γκρίτζαλης και ἄλλοι. Εἰς 15 ἡμέρας ἔφυγαν ὅλοι κρυφίως μπουλούκια – μπουλούκια, ἔμειναν οἱ καπεταναῖοι. Ἔπιασα μερικούς, τους ἐντρόπιασα».
Σύμφωνα με τις ιστορικές πηγές της εποχής, η επαρχία Αρκαδίας -αμέσως μετά την επανάσταση του 1821- ήταν διηρημένη σε δύο ισχυρές φατριές ή κόμματα. Του Γρηγοριάδη και του Πονηροπούλου, ο οποίος ήταν αφοσιωμένος στις κυβερνητικές δυνάμεις και ο οποίος διατέλεσε υπουργός Οικονομίας στην κυβέρνηση Κουντουριώτη (1824 – 1826). Ο Παπατσώρης είχε συνταχθεί με το πλευρό του Πονηρόπουλου ως στρατιωτικός στρατηγός, σε αντίθεση με όλους τους υπόλοιπους Ντρέδες, οι οποίοι στήριζαν τον Κολοκοτρώνη. Σύμφωνα πάντα με τις διαθέσιμες πηγές, το κόμμα του Πονηρόπουλου παρότι είχε μικρότερη απήχηση στην επαρχία, εντούτοις διέθετε χρήμα, αφού είχε εισπράξει από το δάνειο ποσό μεγαλύτερο των 30 χιλ. λιρών για τους μισθούς του στρατιωτικού σώματος Παπατσώρη.
Σε νέο τους έγγραφο, με ημερομηνία 4 Ιουνίου 1823 και τίτλο «Οι κάτοικοι της περιοχής Αρκαδίας Κυπαρισσίας ζητούν την αντικατάστασιν των παραστατών των ως μη νομίμως εκλεγέντων», οι κάτοικοι της επαρχίας επανέρχονται δυναμικά και στοχοποιούν ακόμα περισσότερο τους Πονηρόπουλο και Παπατσώρη, τους οποίους κατηγορούν για σουλτανικές καταχρήσεις. Μάλιστα, στην επιστολή σημειώνεται πως οι ταραχές στην επαρχία θα τερματιστούν μόνο αν ο Πονηρόπουλος και η οικογένειά του αποχωρήσουν δια παντός από την περιοχή και ο Παπατσώρης απομακρυνθεί από τα πολιτικά και στρατιωτικά πράγματα. Επιπρόσθετα, οι πολίτες ζητούν από τη Διοίκηση να πάρει πίσω από τον Παπατσώρη το δίπλωμα που του έδωσε ως στρατηγό των αρμάτων της Αρκαδίας.
Μια διαφορετική διάσταση δίνει το έγγραφο-απάντηση των Σουλιμαίων με ημερομηνία 15 Ιουνίου 1823. Το σχετικό έγγραφο αναφέρει πως η διοίκηση πρόσταξε τους Σουλιμαίους να κατευθυνθούν προς την Πάτρα και τον χίλιαρχο Μήτρο Αναστόπουλο προς τα Ντερβένια (όπως μαρτυρεί και το σχετικό έγγραφο που παραθέτω), ο τελευταίος όμως επέλεξε να κατευθυνθεί προς Μεθώνη μαζί με τους Ψαραίους και τους Κοντοβουνήσιους. Ακόμη, καταγγέλλεται πως στο χωριό Αρμένοι, οι Ψαραίοι με αρχηγό τον Κρίτζαλη έκλεψαν κάποια πρόβατα και σκότωσαν τους ιδιοκτήτες τους. Στη συνέχεια, μόλις έφτασαν στην Αρκαδιά έβαλαν τελάλη και απειλούσαν πως όποιος ακολουθούσε τον Παπατσώρη προς την Πάτρα θα του έκαιγαν το σπίτι. Εν τέλει, οι Σουλιμαίοι ζητούν την βοήθεια της Γενικής Διοίκησης, αφού δεν μπόρεσαν να ηρεμήσουν τους Ψαραίους, οι οποίοι «εχάλασαν όλη την επαρχίαν». Μάλιστα, το σχετικό έγγραφο αναφέρει πως αποφασίστηκε να σταλούν στην περιοχή οι άγιοι Άρτης και Τριπόλεως μετά του στρατηγού Γιατράκου «προς ησυχίαν και συμβιβασμόν».
Διαβλέπουμε, λοιπόν, μια έντονη κόντρα μεταξύ των κατοίκων του Σουλιμά και των λοιπόν Ντρέδων, η οποία αποτέλεσε τον προάγγελο για όσα τραγικά θα επακολουθούσαν κατά τον εμφύλιο πόλεμο του 1824-1825 στη Μεσσηνία. Τον Οκτώβρη του 1824 ο τότε υπουργός Εσωτερικών, Παπαφλέσσας, κινήθηκε με ισχυρό στρατό εναντίον του Γρηγοριάδη. Ο Γρηγοριάδης έδιωξε από την Κυπαρισσία τον Διοικητή και την κυβερνητική φρουρά -αποτελούμενη από 300 Ρουμελιώτες μισθοφόρους- και κινήθηκε εναντίον του Παπαφλέσσα. Σημειώθηκαν δύο μάχες στις 2 και 3 Οκτωβρίου 1824. Ο Γρηγοριάδης με δύναμη 1.500 Ντρέδων βρισκόταν στους Κωνσταντίνους. Ο αδελφός του Γεώργιος με άλλους Ντρέδες αρχηγούς (Διον. Παπαθεοδώρου, Μήτρο Αναστασόπουλο, Ιω., Γκρίτζαλη Κ. Μέλιο, Αναγνώστη Σαμπρή, Δημ. Μέλιο και Αντ. Συράκο) ήταν οχυρωμένοι στη γέφυρα του ποταμού Μπούγα, σε απόσταση 10 λεπτών από τους Κωνσταντίνους. Τα κυβερνητικά στρατεύματα αριθμούσαν 4.000 στρατιώτες. Με τον Παπαφλέσσα ενώθηκε και ο Δημ. Παπατσώρης και οι υιοί του Αδάμ και Αναγνώστης με σώμα 300 Σουλιμοχωριτών. Μετά από διήμερη σκληρή μάχη με μεγάλες απώλειες ο Παπαφλέσσας αναγκάστηκε να αποχωρήσει, ενώ οι Παπατσωραίοι διασώθηκαν στα βουνά του Σουλιμά.
Μελετώντας τις πηγές διαφαίνεται πως ο Παπατσώρης ήταν επιφορτισμένος με την τήρηση της τάξης και την είσπραξη των φόρων της επαρχίας, τη στιγμή που οι υπόλοιποι Ντρέδες συνέχιζαν να ζουν ανυπότακτοι και να μην υπακούουν στα κελεύσματα της Κεντρικής Διοίκησης. Για του λόγου το αληθές, ο Δημήτρης Παπατσώρης μαζί με διάφορους επιφανείς κατοίκους, κυρίως της Κυπαρισσίας και των Φιλιατρών, καταγγέλλουν στην Κεντρική Διοίκηση τους Αμβρόσιο Φραντζή, Μήτρο Αναστασόπουλο, Αναστάσιο Κατσαρό, Αθανάσιο Γρηγοριάδη και πολλούς άλλους, ανάμεσά τους και πολλούς συντοπίτες του (όπως τους αδερφούς Γκρίτζαλη από το Ψάρι και τον Αντώνιο Μαυροειδή από το Σουλιμά), τους οποίους η Διοίκηση οφείλει «να εμποδίση επί πολύ […] τους δε λοιπούς εις Ναύπλιον να φέρη προς σωφρονισμόν, και παύση της αθυροστομίας των, οίτινες και ήδη βλαστημούντες δεν παύουσι, αλλά νεοφανείς φθοροποιούς ελπίδας εις τον λαόν διασπείρουσι» (Τριφυλιακή Εστία, 1976, σ. 188-191). Στην τελευταία αυτή αποστροφή της επιστολής υπονοείται η ύπαρξη ενός λαϊκού ρεύματος με κοινωνικά χαρακτηριστικά που εκπροσωπείται, με συνέπεια ή ευκαιριακά, από τον Γκρίτζαλη και τους υπόλοιπους.
Η κάθοδος του Ιμπραήμ θα ένωνε ξανά πρόσκαιρα τις δυνάμεις των Ντρέδων, με τους αντιτιθέμενους αρχηγούς να μάχονται πλάι πλάι για την υπεράσπιση των Σουλιμοχωρίων, όμως μετά την οριστική απελευθέρωση το ίδιο σκηνικό θα επαναληφθεί και θα κορυφωθεί με τη λεγόμενη «Μεσσηνιακή Επανάσταση» του 1834 και την εκτέλεση του Γιαννάκη Γκρίτζαλη, ενώ η οικογένεια Παπατσώρη θα αποκτήσει μόνιμη κοινοβουλευτική εκπροσώπηση, έχοντας μάλιστα στενές σχέσεις και με τον βασιλιά Όθωνα, ο οποίος φιλοξενήθηκε στο σπίτι της οικογένειας στο Σουλιμά.