Η βεράντα
Ήταν Αύγουστος και η άμμος τσουρούφλιζε τα γυμνά πόδια. Ο ιδρώτας έλουζε τα κορμιά και μονάχα η απέραντη αγκαλιά της δροσερής θάλασσας μπορούσε να καταπραΰνει κάπως την αβάσταχτη θερμοκρασία. Οι παραλίες ήταν γεμάτες από ανθρώπους που μόλις είχαν περάσει μια πρωτόγνωρη εμπειρία εγκλεισμού και χωρίς να το ξέρουν έπαιρναν τις τελευταίες ανάσες ελευθερίας, πριν μια νέα μεγαλύτερη φάση εγκλεισμού έρθει στη ζωή τους. Πέραν πάσης αμφιβολίας η καραντίνα έπληξε αποφασιστικά τις διαπροσωπικές σχέσεις, περιορίζοντας την «επαφή» πίσω από την άχαρη οθόνη ενός κινητού. Κι όμως, σε πείσμα αυτών των χαλεπών επικοινωνιακά καιρών, το καλοκαίρι, και ειδικά ο Αύγουστος, θα παραμένει πάντα η περίοδος της ξεγνοιασιάς και των μεγάλων ερώτων. Πόσοι και πόσοι έρωτες δεν καρποφόρησαν, εξάλλου, μέσα στο γλυκό φύσημα των μελτεμιών.
Βγαίνοντας από τη θάλασσα, η ματιά του έπεσε κατευθείαν πάνω της. Η επιδερμίδα της είχε αρπάξει και είχε πάρει αυτό το απαλό σοκολατί χρώμα, ενώ τα μαλλιά της είχαν ξεφτίσει και έμοιαζαν με ξανθά στάχυα που τα «πότιζε» ο ήλιος. Καθόταν κάτω από τη λεπτή σκιά ενός δέντρου και διάβαζε Όργουελ. Μέσα στην παραζάλη της πρωτόγνωρης πανδημίας και του απρόσμενου ανοιξιάτικου εγκλεισμού ο Όργουελ και τα προφητικά βιβλία του είχαν γίνει και πάλι της μόδας. Εκείνος είχε βρει την αφορμή που αναζητούσε.
Την πλησίασε αθόρυβα, με την παχιά άμμο να πετιέται τριγύρω σε κάθε βήμα του. Κοντοστάθηκε δίπλα της, όμως, εκείνη δεν του έδωσε καμία σημασία. Έμοιαζε τόσο απορροφημένη, συνεπαρμένη από τη λογοτεχνική δεινότητα του κορυφαίου συγγραφέα, κρατώντας στα χέρια της τη «Φάρμα των Ζώων».
-«Η Φάρμα των Ζώων είναι μια πολιτική αλληγορία, εμπνευσμένη από τη Ρωσική Επανάσταση και τη σταλινική περίοδο της Σοβιετικής Ένωσης» της είπε τόσο φυσικά, λες και την ήξερε καιρό.
Το βλέμμα της ξεκόλλησε από τις σελίδες του βιβλίου και καρφώθηκε με απορία πάνω του, πριν ένα απαλό μειδίαμα ζωγραφιστεί στα ποτισμένα με αλμύρα χείλη της. Δεν του απάντησε, μόνο γύρισε ξανά στο βιβλίο και συνέχισε να καταπίνει με λαιμαργία τις γραμμές.
-«Ο Ναπολέων είναι ο Στάλιν» συνέχισε εκείνος, μη διατεθειμένος να παραδώσει εύκολα τα όπλα.
-«Το ξέρω πως έχεις γνώσεις, δε χρειάζεται να προσπαθείς να με εντυπωσιάσεις» αποκρίθηκε εκείνη χαμογελαστά, αφού πρώτα τον κοίταξε με ένα περιπαικτικό βλέμμα.
-«Πώς το ξέρεις;» απάντησε εκείνος και έκατσε δίπλα της.
-«Μα καλά δε με θυμάσαι;» τον ρώτησε, ενώ ένα περίεργο γέλιο έσκασε πάνω στα ξεραμένα χείλη της και τόνισε τα μικρά λακκάκια στα μάγουλά της.
Εκείνος έμεινε να την παρατηρεί σαν χάνος, προσπαθώντας να ανακαλέσει από τη μνήμη του αυτές τις τόσο συμμετρικές γωνίες του αδύνατου προσώπου της. Η αλήθεια είναι πως σιχαινόταν την άλγεβρα, παρότι τώρα θα του είχε φανεί ιδιαιτέρως χρήσιμη. Πρέπει να είχαν περάσει κάπου δύο λεπτά, χωρίς να έχει καταφέρει να την αποκρυπτογραφήσει.
-«Η Ελένη είμαι, η Ελένη απ’ το σχολείο» του είπε σιγανά.
-«Μα, δε μπορεί!» αναφώνησε παραξενεμένος.
-«Τόσο πολύ έχω αλλάξει;» ρώτησε, ανασηκώνοντας τα ατίθασα φρύδια της, που στόλιζαν το μικρό μέτωπό της.
-«Όχι καθόλου, και τότε αγαπούσες τη λογοτεχνία» απάντησε με μια φλόγα στα μάτια, λες και ξάφνου είχε θυμηθεί τα πάντα.
-«Ναι, ε; Ποιο ήταν, λοιπόν, το αγαπημένο μου;» τον ρώτησε ξανά, ζητώντας αποδείξεις.
-«Άφησε με να ‘ρθω μαζί σου. Το ξέρω πως καθένας μοναχός πορεύεται στον έρωτα, μοναχός στη δόξα και στον θάνατο. Το ξέρω. Το δοκίμασα. Δεν ωφελεί. Άφησε με να ‘ρθω μαζί σου» ψιθύρισε απαλά τους στίχους της Σονάτας του Σεληνόφωτος, του αγαπημένου της ποιήματος.
-«Όντως με θυμήθηκες τελικά» του είπε, την ώρα που ένα ελαφρύ αεράκι περνούσε και ανακάτευε απαλά τις τούφες των μαλλιών της.
Και η ώρα έγινε ώρες και οι ώρες έγιναν μέρες και οι μέρες έγιναν βδομάδες. Βρίσκονταν κάθε μέρα και μιλούσαν για λογοτεχνία, ποίηση, κινηματογράφο, για τις ζωές τους, για το παρελθόν, για τις εμπειρίες και τα βιώματά τους. Πήγαιναν για μπάνιο, σε συναυλίες, σε θέατρα. Εξερευνούσαν την πόλη σαν χαμένοι τουρίστες, ακολουθώντας κάθε πλακόστρωτο σοκάκι και ανταλλάσσοντας φιλιά σε κάθε μικρό πεζούλι με πανοραμική θέα της πόλης. Έκαναν βραδινές βόλτες στην αμμουδιά με μια μπύρα στο χέρι και αγκαλιασμένοι αγνάντευαν το χλωμό φεγγάρι που χάζευε το καθρέφτισμά του πάνω στα σκοτεινά νερά της απέραντης θάλασσας. Πόσες και πόσες νυχτιές τους βρήκε εκεί το ξημέρωμα αγκαλιασμένους να ονειρεύονται.
Έτσι απροσδόκητα μια οργουελική κλωστή τους είχε ενώσει και τα πέταλα του έρωτα ανθήσαν σαν έκαναν την εμφάνισή τους τα πρωτοβρόχια του φθινοπώρου. Τότε που η βροχή ποτίζει επιτέλους την επί μήνες διψασμένη καλοκαιρινή γη. Σε ποιον, άλλωστε, δεν αρέσει αυτή η μυρωδιά του νωπού χώματος, η ευωδία της διψασμένης γης που δέχεται στη γόνιμη αγκαλιά της τις στάλες της βροχής; Ακόμα και αν αυτές οι στάλες σηματοδοτούν το σβήσιμο ενός ακόμα καλοκαιριού και τον ερχομό ενός ακόμα χειμώνα. Μόνο που αυτός ο χειμώνας δε θα ήταν ίδιος με όλους τους όλους. Μπορεί να μην είχε βαρυχειμωνιά, έριξε, όμως, πάγο στις ζωές των ανθρώπων και τους έκαψε, όπως καίει τα φυτά. Ο παγετός παγώνει το νερό μέσα στα κύτταρα του φυτού και σπάει τα τοιχώματα τους, όπως σπάει ένα ξεχασμένο μπουκάλι στην κατάψυξη. Αν μάλιστα το επόμενο πρωί βγει ο ήλιος, θα αποτελειώσει τα φυτά, εξατμίζοντας όσο νερό τους απέμεινε. Όσο περίεργο και αν ακούγεται, ο ήλιος, ο φωτεινός ευεργέτης των φυτών, κάποιες φορές μπορεί να γίνει αυτός που θα τους δώσει τη χαριστική βολή.
Οι ανέμελες μέρες πέρασαν και εκείνος γύρισε στην πρωτεύουσα, εγκαταλείποντας εκείνο το κορίτσι, που σαν άλλη νύμφη είχε αναδυθεί από τον αφρό της θάλασσας και τον είχε μαγέψει, ομορφαίνοντας το καλοκαίρι του. Πριν ανταλλάξουν εκείνο το τελευταίο γλυκόπικρο φιλί του αποχαιρετισμού, της είχε δώσει την υπόσχεση πως θα την επισκεφθεί ξανά το συντομότερο δυνατόν, όμως, η πανδημία επεφύλασσε ένα διαφορετικό μέλλον. Άλλωστε, όταν οι άνθρωποι κάνουν σχέδια, ο Θεός γελάει.
Οι απαγορεύσεις κυκλοφορίας τους παγίδεψαν σε διαφορετικές γεωγραφικές συντεταγμένες. Τι σημασία έχει αυτό, όμως, για δύο ερωτευμένους ανθρώπους; Οι ερωτευμένοι είναι μαζί όσα χιλιόμετρα και αν τους χωρίζουν, βρίσκουν τον τρόπο να κρατούν αναμμένη τη φλόγα, ακόμα και σε περιόδους απόλυτης νηνεμίας, όπως αυτή της πανδημίας και του παρατεταμένου lockdown. Αντιθέτως, άλλοι άνθρωποι μπορεί να μοιράζονται το ίδιο σπίτι, τον ίδιο χώρο και η απόσταση που τους χωρίζει να είναι άβυσσος στην πραγματικότητα. Γιατί σημασία δεν έχει που βρίσκεσαι σωματικά, σημασία έχει μονάχα που βολοδέρνει η καρδιά, η σκέψη και η έγνοια σου, σημασία έχει που ανήκεις ψυχή τε και σώματι.
Το κορίτσι εκείνο, λοιπόν, Ελένη το έλεγαν. Όνομα βαρύ που έγραψαν γι’ αυτό τόσοι και τόσοι ποιητές και πρώτος απ’ όλους ο Όμηρος. Κάθε σούρουπο έβγαινε στη μεγάλη βεράντα της, καθόταν στην αυτοσχέδια κούνια, και χάζευε τον αγέρωχο Ταΰγετο, που σκέπαζε με την πελώρια σκιά του την Καλαμάτα, την ώρα που ο ήλιος βουτούσε στην αγκαλιά της φουρτουνιασμένης θάλασσας και ζωγράφιζε τον καμβά του ουρανού με κάθε λογής κόκκινα και μενεξεδιά χρώματα.
Μια τέτοια ώρα πρέπει να ήταν, όταν ο Δίας αντίκρυσε στις ακτές του Ταΰγετου τη μυθική βασίλισσα της Σπάρτης, Λήδα, και την ερωτεύθηκε με μιας. Ο πανούργος Δίας, χρησιμοποιώντας την προσφιλή του τακτική, μεταμορφώθηκε σε κύκνο, προκειμένου να ερωτοτροπήσει μαζί της. Λίγο αργότερα η Λήδα θα φέρει στη ζωή τους δίδυμους Κάστορα και Πολυδεύκη, και την Ελένη, την ωραιότερη απ’ όλες τις γυναίκες.
Η Ωραία Ελένη ήταν προικισμένη με απαράμιλλη ομορφιά, όμως αυτό θα ήταν εν τέλει θείο δώρο ή μήπως πηγή δεινών; Η εξωτερική ομορφιά είναι πολλές φορές παγίδα, διότι η κοινωνία την αντιμετωπίζει ως αξία. Κάποια κοπέλα γίνεται αποδεκτή, μόνο και μόνο από τα εξωτερικά της χαρακτηριστικά, χωρίς να έχει χρειαστεί να αποδείξει τίποτα για το τι άνθρωπος είναι. Η εξαιρετικά όμορφη γυναίκα, λοιπόν, συχνά ανταμείβεται αποκλειστικά για την εμφάνισή της, ώστε καταλήγει να παραμελεί την ανάπτυξη άλλων μερών του εαυτού της, επενδύοντας μονοσήμαντα στην εξωτερική της εμφάνιση. Μοιραία, μια όμορφη γυναίκα είναι πολύ πιθανό να επαναπαυθεί στις δάφνες και τον θαυμασμό και να μείνει εκεί, να αρκεστεί στο εξωτερικό και να παραμελήσει το εσωτερικό, λησμονώντας πως η εξωτερική ομορφιά είναι εφήμερη και κάποια στιγμή θα μαραθεί, όπως μαραίνονται ακόμα και τα πιο όμορφα και πολύχρωμα λουλούδια. Η Ωραία Ελένη σίγουρα δεν ήταν από αυτές, όμως, το τίμημα της ομορφιάς που θα πλήρωνε θα ήταν αβάσταχτο.
Όταν, λοιπόν, ήταν ακόμα νεαρό κορίτσι, την είδε ο Θησέας και θαμπωμένος απ’ την ομορφιά της την απήγαγε, προκαλώντας την οργή των αδελφών της, του Κάστορα και του Πολυδεύκη, οι οποίοι για να σώσουν την αδελφή τους κατέστρεψαν την Αθήνα, το βασίλειο του Θησέα, γεννώντας την αιώνια έχθρα μεταξύ Αθηναίων και Λακεδαιμονίων.
Η Ωραία Ελένη έμελλε να μείνει στην ιστορία ως μια άπιστη γυναίκα, η οποία στάθηκε η αφορμή ή μάλλον η αιτία για το ξέσπασμα του Τρωικού Πολέμου, εγκαταλείποντας τάχα τον Μενέλαο για χάρη του Πάρη. Κι όμως, σε πείσμα μιας τέτοιας πατριαρχικής ανάγνωσης, η οποία επιχειρεί να ρίξει την ευθύνη ενός πολέμου σε μια γυναίκα, η πρότερη ιστορία αγάπης του Μενελάου και της Ελένης, αποτελεί μια ιστορία πραγματικού έρωτα που έχει πολλά να μας διδάξει και να διαψεύσει τα στερεοτυπικά καλούπια της ιστορίας.
Αφού, λοιπόν, οι Διόσκουροι κατάφεραν να την σώσουν, η Ελένη επέστρεψε στη Σπάρτη, όπου μεγάλωσε μαζί με τα αδέλφια της και τους Ατρείδες, τους περίφημους Αγαμέμνονα και Μενέλαο. Όταν οι Ατρείδες μεγάλωσαν και ήρθε η ώρα να εκδικηθούν για το θάνατο του πατέρα τους, επέστρεψαν στις Μυκήνες και σκότωσαν τον Θυέστη. Ο μεγάλος γιός, ο Αγαμέμνονας, έγινε ο βασιλιάς των Μυκηνών και ζήτησε για γυναίκα του την Κλυταιμνήστρα, την αδελφή της Ελένης. Ο Μενέλαος, επέστρεψε στη Σπάρτη κοντά στην αγαπημένη του Ελένη, γνωρίζοντας πως σε λίγο καιρό θα την έχανε για πάντα, αφού δεκάδες μνηστήρες έριζαν για τα μάτια της.
Σχεδόν όλοι όσοι πήραν μέρος αργότερα στον Τρωικό Πόλεμο ως αρχηγοί, επισκέφτηκαν το παλάτι του Τυνδάερου, επιθυμώντας να κάνουν δική τους την Ελένη. Ανάμεσα τους ο Αχιλλέας, ο Αίαντας, ο Διομύδης. Αφού θα έπαιρναν μέρος σε διάφορες αθλητικές δοκιμασίες, ο νικητής θα έκανε την Ελένη γυναίκα του, όμως ανάμεσα σε τόσους σπουδαίους ήρωες έμοιαζε δύσκολο να στεφθεί ένας νικητής, με αποτέλεσμα να ξεσπάσει μεγάλη φιλονικία. Τη λύση έδωσε ο Οδυσσέας, ο οποίος πρότεινε να αφήσουν την ίδια την Ελένη να διαλέξει τον άντρα που ήθελε για σύντροφό της.
Η Ελένη, λοιπόν, αυτή η μετέπειτα στιγματισμένη ως επιπόλαιη και άπιστη γυναικά, παραμέρισε τους ξακουστούς βασιλείς και τα πλούτη τους, επιλέγοντας τον Μενέλαο, τον παιδικό της έρωτα και εκλεκτό της καρδιάς της. Οι δυο τους παντρεύτηκαν και απέκτησαν ένα κοριτσάκι, την Ερμιόνη. Αργότερα, όταν ο Τυνδάρεως πέθανε, ο Μενέλαος έγινε βασιλιάς της Σπάρτης.
Κι όμως, μια νέα τραγωδία περίμενε την Ελένη και ήρθε να ταράξει την ευτυχία της. Ο μικρότερος γιος του Πρίαμου, ο Πάρης είχε έρθει στη Σπάρτη, φιλοξενούμενος του Μενέλαου με τον οποίο είχαν γίνει φίλοι στην Τροία, όταν ο πρώτος έσωσε τη ζωή του δεύτερου από ένα αγριογούρουνο. Ο Πάρης, όμως, είχε έρθει με σκοπό να πάρει το δώρο που του είχε τάξει η θεά Αφροδίτη ως αντάλλαγμα για το περίφημο «Μήλον της Έριδος», το οποίο της χάρισε ως ομορφότερη από τις τρεις θεές που τον είχαν θέσει για κριτή. Το δώρο αυτό δεν ήταν άλλο από την ίδια την Ελένη.
Η Ελένη δεν ήθελε να αφήσει ούτε τον άντρα της ούτε και το παιδί της. Αναγκάστηκε, όμως, να υποκύψει στο θέλημα της θεάς. Κι έτσι, μια νύχτα που ο Μενέλαος έλειπε, ο Πάρης απήγαγε την Ελένη και μαζί τους θησαυρούς του Μενέλαου. Ο πληγωμένος Μενέλαος ταξίδεψε ως την Τροία, προκειμένου να λύσει το θέμα ειρηνικά, όμως, επέστρεψε άπραγος και ταπεινωμένος στη Σπάρτη. Ο αδελφός του, Αγαμέμνονας, είχε βρει την ευκαιρία που έψαχνε, προκειμένου να επιτεθεί στο πλούσιο βασίλειο της Τροίας και να το κυριεύσει.
Η συνέχεια είναι σε όλους μας γνωστή. Δεκάδες στρατοί συγκεντρώθηκαν στην Αυλίδα και με «θυσία» την Ιφιγένεια σάλπαραν μέχρι την Τροία, προκειμένου να πολεμήσουν τάχα για χάρη της Ωραίας Ελένης. Δέκα ολόκληρα χρόνια κράτησε αυτός ο τρομερός πόλεμος, πριν ο Δούρειος Ίππος γύρει την πλάστιγγα υπέρ των Ελλήνων.
Ο Μενέλαος και η Ελένη ήταν επιτέλους και πάλι μαζί και είχε φτάσει η ώρα να επιστρέψουν στην πατρίδα και στην κόρη τους. Ή τουλάχιστον έτσι πίστευαν, αφού χρειάστηκαν άλλα οκτώ χρόνια μέχρι να γυρίσουν στη Σπάρτη. Μια τρομερή φουρτούνα έξω από την Λακωνία έστειλε το καράβι τους μακριά. Για να φτάσουν τελικά στη Σπάρτη έπρεπε πρώτα να βρουν τον Πρωτέα, τον Γέρο της Θάλασσας και να πάρουν το χρησμό του.
Ο Πρωτέας αποκάλυψε τα πάντα στον Μενέλαο και μαζί με αυτά τις τύχες των συντρόφων του. Του εκμυστηρεύτηκε την ταλαιπωρία του Οδυσσέα, αλλά και την δολοφονία του Αγαμέμνονα από την Κλυταιμνήστρα και τον εραστή της Αίγισθο. Όμως, του είπε και κάτι ευχάριστο, πως ο Μενέλαος και η Ελένη δεν θα αποχωρίζονταν ποτέ ξανά και θα ζούσαν μαζί ως το τέλος της ζωής τους. Μάλιστα, ακόμα και όταν θα έκλειναν τα μάτια τους θα συνέχιζαν να ζουν αγαπημένοι στα βάθη της αιωνιότητας.
Έτσι και έγινε! Ο παιδικός έρωτας του Μενέλαου και της Ελένης, οι οποίοι καταδικάστηκαν να ζουν χωριστά στα ωραιότερα χρόνια της ζωής τους, επιτέλους βρήκε γαλήνη, έστω και μετά θάνατον. Παραμένουν ερωτευμένοι μέχρι και σήμερα, παντοτινοί ταξιδιώτες μιας αγάπης που βρήκε τον τρόπο να θριαμβεύσει, ξεπερνώντας όλα τα δεινά που βρέθηκαν στο δρόμο της.
Ας επιστρέψουμε, όμως, στη δική μας Ελένη, που κανένας πόλεμος δεν έγινε για χάρη της, μα ίσως να είχε συναντήσει κι αυτή ξανά τον δικό της Μενέλαο. Η ζωή λένε κάνει κύκλους, άλλοτε μικρούς και άλλοτε μεγάλους, μέχρι τη στιγμή που ένας κύκλος να σπάσει στα δύο και να σχηματίσει το άπειρο. Γιατί τι είναι το άπειρο; Ένα οχτώ που ξάπλωσε να ξαποστάσει, δύο ομόκεντροι κύκλοι που αγκαλιάζονται. Έτσι, λοιπόν, ο δικός τους κύκλος είχε ανοίξει στο σχολείο και ένας δεύτερος είχε πλαγιάσει τώρα δίπλα στον πρώτο και καρτερούσε να τον αγκαλιάσει σφιχτά. Μπορεί η δική τους ιστορία να μην είχε Τροία, να μην είχε Κύκλωπες και Λαιστρυγόνες, είχε, όμως, πικρές εμπειρίες ξενιτιάς στα άγονα χρόνια της οικονομικής κρίσης.
Την πρώτη φορά που την επισκέφθηκε σπίτι της, ένα καυτό βράδυ του Αυγούστου, του κακοφάνηκε πολύ η «γύμνια» της βεράντας. Τις νύχτες η βεράντα στολιζόταν με το γεμάτο χρυσόσκονη πέπλο των χιλιάδων αστεριών στον ουρανό, αυτών των βουβών ακόλουθων της νυσταγμένης σελήνης. Τη μέρα, όμως; Τη μέρα η βεράντα ήταν άδεια, γυμνή. Τη δεύτερη φορά που την επισκέφθηκε της έφερε δώρο ένα γεράνι, αυτό το φινετσάτο φυτό που αγαπά να κοιτά τον ήλιο και παρότι όμορφο αντέχει και χωρίς ιδιαίτερη φροντίδα. Την τρίτη φορά ένα γιασεμί, αυτό το τόσο αρωματικό φυτό που κάθε νυχτιά αναδύει ένα τόσο γλυκό και μεθυστικό άρωμα.
Η καραντίνα ξεκίνησε την πρώτη βδομάδα του Νοεμβρίου και κράτησε μέχρι τη δεύτερη βδομάδα του Μαγιού, ακριβώς έξι μήνες. Έξι μήνες, που φάνηκαν σαν αιώνας, έξι μήνες που τα διαμερίσματα έμοιαζαν με κλουβιά και οι άνθρωποι με πουλιά μέσα σ’ αυτά. Με πουλιά που δεν μπορούν να τινάξουν τα πολύχρωμα φτερά τους και να πετάξουν χαρούμενα στον ουρανό, αλλά μοιρολογούν με τη γλυκιά φωνή τους, θρηνούν για την ατέρμονη μοναξιά τους. Ίσως, τουλάχιστον, αυτή η πολύμηνη περίοδος εγκλεισμού να έκανε τους ανθρώπους να αισθανθούν πως στα αλήθεια νιώθουν αυτά τα μικρά φτερωτά πλάσματα.
Στη βεράντα, όμως, έρχονταν ελεύθερα πουλιά. Κάθε πρωί, την ώρα που οι χρυσαφιές ακτίνες του ήλιου ξάπλωναν πάνω στα γερασμένα παντζούρια και τρύπωναν από τις μικρές χαραμάδες στο δωμάτιο, δύο μικρά σπουργίτια έρχονταν και έκαναν κούνια πάνω στο καλώδιο της κεραίας που κρεμόταν απ’ τη σκεπή. Φτερούγιζαν εδώ και εκεί και κελαηδούσαν για τον ερχομό μιας ακόμα όμορφης μέρας που τα έβρισκε ελεύθερα. Ελεύθερα να ζήσουν, ελεύθερα να αγαπήσουν, ελεύθερα να τολμήσουν, ελεύθερα να πετάξουν όπου θέλουν, χωρίς περιορισμένο ωράριο και ειδικές άδειες κυκλοφορίας. Αχ, γιατί να μην ήμασταν και εμείς σπουργίτια;
27 βδομάδες, κάθε βδομάδα της έστελνε και από ένα φυτό. Όπως οι φυλακισμένοι μετράνε τις μέρες σχεδιάζοντας γραμμές στο κελί τους, αυτοί αποφάσισαν να μετράνε με φυτά μέχρι να βρεθούν ξανά. Ένα κάθε εβδομάδα. Σιγά, σιγά η βεράντα άρχισε να αποκτά χρώματα, σχήματα και μυρωδιά από το νωπό χώμα. Μετά το γεράνι και το γιασεμί, σειρά είχε πάρει μια βουκαμβίλια, αυτό το ριψοκίνδυνο αναρριχητικό φυτό που δεν τρομάζει να ανέβει σε μεγάλα ύψη. Ύστερα μια σεφλέρα και μια σχινιά, ανθεκτικά φυτά που αντέχουν σε δύσκολές συνθήκες. Στη συνέχεια τη βεράντα στόλισαν άλλα πιο φίνα φυτά, μια γαρδένια, μια ορτανσία και μια μικρή τριανταφυλλιά. Παραδίπλα κρεμόταν ένας πόθος με τα νεαρά βλαστάρια του να ανυπομονούν να απλωθούν πάνω στα ξεβαμμένα κάγκελα και λίγο πιο κάτω μια μοναχική αλόη ατένιζε τον ορίζοντα. Τέλος, μέσα σε μια μακρόστενη γλάστρα είχαν στήσει χορό πολλά μικρά κακτάκια, φορώντας το καθένα τη δική του πολύχρωμη φορεσιά.
Όλοι αγαπούν τα φανταχτερά πολύχρωμα λουλούδια, όμως, μόνο όσοι έχουν αγαπήσει έναν κάκτο ξέρουν το πραγματικό νόημα της αγάπης. Τα φυτά είναι άλλωστε σαν τους ανθρώπους, υπάρχουν τόσα πολλά διαφορετικά είδη, μεγέθη, χρώματα, ράτσες. Κι όμως, όλα θέλουν ακριβώς τα ίδια πράγματα για να ανθίσουν, νερό, ήλιο και αγάπη, τίποτε άλλο, μόνο αυτά τους αρκούν για να είναι ευτυχισμένα. Και στα αλήθεια, υπάρχει τίποτα πιο όμορφο από λουλούδια που ανθίζουν; Υπάρχει, οι άνθρωποι που ανθίζουν.
Η Τροία έπεσε, οι δρόμοι άνοιξαν και συναντήθηκαν ξανά, όχι στη γυμνή πια βεράντα, αλλά στον παράδεισο που είχε μεταμορφωθεί, έτοιμη να στεγάσει τον έρωτα που τους είχε χτυπήσει την πόρτα, έστω και σ’ αυτήν τη δεύτερη φάση της γνωριμίας τους, μετά από εκείνη του σχολείου. Άλλωστε κάποια πράγματα περιμένουν την κατάλληλη στιγμή για να συμβούν, έρχονται σε εμάς όταν είμαστε έτοιμοι γι’ αυτά, προκειμένου να έχουν περισσότερες πιθανότητες να διαρκέσουν για πάντα.
Ίσως και αυτή η απόσταση της πανδημίας να τους είχε δώσει τον απαραίτητο χρόνο, προκειμένου να οικοδομήσουν τον έρωτα τους σε πιο γερά θεμέλια, διαμέσου αυτής της δύσκολης και επίπονης περιόδου απουσίας. Ίσως, αν έμεναν από την αρχή μαζί να τους είχε πνίξει γρήγορα η καθημερινή τριβή, η αποστειρωμένη ρουτίνα της καραντίνας. Ίσως. Άλλωστε κάθε σχέση είναι διαφορετική, είναι μοναδική, είναι πρωτόγνωρη.
Οι σχέσεις μοιάζουν λίγο πολύ με τα καιρικά φαινόμενα. Υπάρχουν οι σχέσεις θύελλες, που έρχονται μανιασμένες και μέσα σε σύντομο χρονικό διάστημα ξεριζώνουν το καθετί μέσα σου. Όσο έντονες, όμως, και αν είναι, όσο δυνατά αισθήματα και αν δημιουργούν, παραμένουν πάντα θύελλες και είναι θανάσιμες, πνίγοντας τις περισσότερες φορές αυτά τα σπουδαία συναισθήματα που γεννήθηκαν αστραπιαία. Από την άλλη υπάρχουν και οι σχέσεις νηνεμίας, αυτές που ξεκινούν με άπνοια στην αρχή. Αργά, θολά, προσεκτικά, επιφυλακτικά, ίσως λίγο βαρετά. Μα τίποτα δε μένει άπνοο για πάντα, κάποια στιγμή κάνουν την εμφάνισή τους τα δροσερά μελτέμια και θροΐζουν τα πεσμένα φύλλα της καρδιάς. Έρχεται έτσι μια νέα δροσερή πνοή που επανακαθορίζει αυτές τις σχέσεις, οι οποίες μοιάζουν πολύ πιο συμπαγείς και στέρεες, αναζητώντας χέρι-χέρι να αντικρύσουν το ουράνιο τόξο των ώριμων πια συναισθημάτων τους. Αν θα το βρουν κανείς δε ξέρει, φτάνει, όμως, που προσπάθησαν.
* Από Απόσταση Φτιαγμένα: Ιστορίες κι Έρωτες που ζούμε από μακριά (Εκδόσεις Φυλάτος, 2021)